Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2013

ATOMIKOI ΔΙΑΛΟΓΟΙ


Από σήμερα κυκλοφορεί η ποιητική μου συλλογή "Ατομικοί Διάλογοι", αποτελούμενη από 138 ατμοσφαιρικά πεζά ποιήματα. Διατίθεται με αντικαταβολή με κόστος 10 ευρώ και 2 ευρώ ταχυδρομικά έξοδα. Για παραγγελίες στείλτε email, στο akisberg@yahoo.gr

Δευτέρα 15 Ιουλίου 2013

ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ1

Η μέρα ήταν βροχερή. Ήταν μια από τις τελευταίες ημέρες της άνοιξης, όπου η βροχή έκανε την επίσκεψη της στην παραθαλάσσια λουτρόπολη, πριν καταφτάσει, ακόμη ένα καυτό καλοκαίρι. Οι λουτροπόλεις σε τέτοιες ώρες γεμάτες βροχή, εκπέμπουν ένα ρομαντισμό, βγαλμένο μέσα από προηγούμενους αιώνες. Τίποτε σε αυτή τη ζωή δεν είναι τυχαίο τελικά... Έτσι λοιπόν  κάποια άγνωστη δύναμη διάλεξε μια τέτοια  απόκοσμη μέρα, για να γυρίσει τον κόσμο πίσω. Για να φέρει ξανά κοντά ανθρώπους και ιστορίες, που έχουν σημαδέψει και έχουν σημαδευτεί, από παράξενα παιχνίδια της ζωής, που έλαβαν χώρα κατά το παρελθόν εκεί. Εκείνη η γραφική λουτρόπολη λοιπόν, έγινε μια πόλη επιστροφών εκείνη τη μέρα. Ο γυρισμός για κάθε άνθρωπο, έχει ξεχωριστή σημασία...Και δεν είναι πάντα μια επιστροφή απλά σε έναν τόπο, αλλά μια επιστροφή στον χρόνο, στις μνήμες, στους ανθρώπους, στα πράγματα, στην ιστορία... και ένα χαμόγελο ή ένα δάκρυ παραμονεύουν πάντα, για να εκτονώσουν την πίεση των συναισθημάτων. Οι παλιοί τους φίλοι, σαν έμαθαν τα νέα, δεν έκρυψαν από την μια τον ενθουσιασμό τους και από την άλλη την αγωνία τους..."Στέφανε, Μιχάλη, Όλγα...έρχονται!"...Ήταν σαν ένα σύνθημα, που είχε απλωθεί στις παρέες, τα λόγια, που περιέγραφαν αυτή την είδηση..."Ποίοι;"..."Ο Αναστάσης και η Άννα"..."Που; Εδώ; Πότε; Πως;" Και όλοι κοιτούσαν ο ένας τον άλλο με απορία... Αυτά τα παιδιά, σε αυτό τον τόπο, έγραψαν την δική τους πολύ σημαντική ιστορία, που στην μνήμη των ανθρώπων, των συναναστροφών τους ήταν ακόμη ζωντανή. Πάντα οι τόποι και οι κλειστές κοινωνίες, δέχονται αντανακλάσεις από τις ιστορίες των ανθρώπων, που τους χαράζουν, δημιουργώντας συνθετικά την δική τους ιστορία. Και τα παιδιά, πάντα μεγαλώνουν και φεύγουν και γυρίζουν και φεύγουν ξανά, αφήνοντας στον τόπο, τον πόνο ή το άρωμα τους. Πολλές φορές τα διώχνει και ο ίδιος ο τόπος, για να τα ζητήσει ξανά πίσω μετά. Δεν ξεκίνησαν και οι δυο από εκεί. Ντόπια ήτανε μόνο η Άννα, η κόρη του παλιού Δήμαρχου του ιατρού Βλάση Μεταξά. Το όμορφο μελαχρινό κοριτσάκι, που εξελίχτηκε  σε μια από τις πιο σοβαρές και σκληρές πολιτικούς της εποχής... Όχι δεν ήταν προϊόν διαπλοκών, ούτε του παρακμιακού συστήματος, ούτε ήταν άνθρωπος που φωνασκούσε ασύστολα, όπως έκαμαν οι πιο πολλοί τότε συνάδελφοί της. Ο λόγος της ήταν κάθετος και ισχυρός και δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί της, στηρίζοντας πάντα δίκαιες λύσεις. Δεν την έβλεπε ο κόσμος συχνά στα πάνελ των καναλιών. Τις πιο πολλές φορές, προτιμούσε να βαίνει μόνη της σε εκπομπές και να δίνει συνεντεύξεις... Ήταν ο άνθρωπος τελικά της μιας κουβέντας... Γιατρός ήταν η Άννα...Για την ακρίβεια παιδίατρος και είχε βοηθήσει πάρα πολλούς ανθρώπους μέσω της επιστήμης της. Δεν δίσταζε μπροστά σε τίποτε και πολλές φορές μέσα στην νύχτα έτρεχε για να γιατρέψει μικρά παιδιά, μεταφέροντας τα στα νοσοκομεία μόνη της... Έτσι όμως, όπως έτρεχε μόνη της για τα παιδιά, τελικά έτσι μόνη της έμεινε και στην πολιτική, αλλά και στη ζωή της. Μέχρι που μια μέρα είπε:" Μέχρι εδώ...Μέχρι εδώ η πολιτική, μέχρι εδώ η Αθήνα..." Και παραιτήθηκε από βουλευτής και απ΄ όλες τις θέσεις, που κράταγε στο κόμμα της και αποφάσισε να γυρίσει στην πόλη της... Θα άνοιγε εκεί ένα ιατρείο και θα ζούσε επιτέλους μιαν ήρεμη ζωή, μέσα στην ανωνυμία... Τόσα χρόνια στην δημοσιότητα η Άννα προσωπική ζωή, δεν είχε. Το ήξεραν αυτό και οι φίλοι και οι εχθροί της. Όπως και όλοι ήξεραν το μεγάλο ειδύλλιο  της εφηβείας της με τον διάσημο πλέον συγγραφέα Αναστάση Δούκα... Η λουτρόπολη τότε είχε συγκλονιστεί με την είδηση, πως τα δυο δεκαεξάχρονα παιδιά είχαν εξαφανιστεί... Είχαν εξαφανιστεί, για να ζήσουν τον αγνό εφηβικό τους έρωτα, κόντρα στην τότε εποχή και την ηθική της... Τότε κάποιοι έλεγαν, πως είχε λερώσει το όνομα του πατέρα της...Οι ίδιοι, που μετά κάποια χρόνια στηνόταν στην ουρά, έξω από το πολιτικό της γραφείο, για ένα ρουσφέτι ή για μια άλλη συναλλαγή... Δεν τους δεχόταν ποτέ...Τους είχε σιχαθεί..είχε αηδιάσει ...Αυτό που σίγουρα ήξερε, ήταν πως στη ζωή της είχε αγαπήσει μόνο την Αναστάση και ένοιωθε πως από την τότε κοινωνία και την ηθική της, είχε υποστεί έναν ιδιόρρυθμο βιασμό...Το ίδιο ένοιωσε πως είχε υποστεί και από την πολιτική και είπε "φεύγω, θέλω να ζήσω ήρεμα...". Άννα δεν ήταν από τις πολιτικούς του αμπέχονου και του κακού γούστου. Ήταν όμορφη και πάντα καλοντυμένη, αλλά πάντα ακτινοβολούσε μια σοβαρότητα, που έκοβε τα πόδια σε κάθε άνδρα, που προσπαθούσε να την πλησιάσει. Διέθετε και στην εμφάνιση της, αλλά και στον χαρακτήρα της μια δωρικότητα , που μόνο όποιος ήξερε να την εκτιμήσει, μπορούσε να την κατακτήσει κιόλας. Και μέχρι εκείνη τη στιγμή, μόνο ο Αναστάσης το είχε καταφέρει.
   Μίλησε με την αγαπημένη της ξαδέλφη, που έψαξε και της βρήκε ένα ωραίο χώρο,για να ανοίξει το ιατρείο της. Έστειλε και τους τεχνικούς και πέρασαν τα μηχανήματα που χρειαζόταν.Μέτα με επίβλεψη της ξαδέλφης της μπήκε και ένα συνεργείο και καθάρισε το πατρικό της σπίτι, που ήταν για χρόνια κλειστό και εκείνο το βροχερό απόγευμα, ανέμενε την ώρα που θα έφτανε στην πόλη και η ίδια... Κι ο Αναστάσης όμως αναμενόταν εκείνο το απόγευμα στην λουτρόπολη. Από την εποχή του επεισοδίου με την Άννα είχε να έλθει σε αυτή την πόλη. Στο μεταξύ, είχε γίνει διάσημος συγγραφέας, του οποίου τα βιβλία είχαν πια μεταφραστεί και κυκλοφορούσαν σε όλο τον κόσμο. Πολλές φορές τον είχαν καλέσει να μιλήσει για το έργο του και σε αυτή την πόλη, αλλά πάντοτε αρνούνταν. Ήθελε να σβήσει το παρελθόν του ή πιο σωστά, να το αποφύγει...Και τούτη τη φορά αρνήθηκε, μα ο εκδότης του, ήτανε κάθετος. Δεν σήκωνε άλλη αναβολή, καθώς υπήρχαν άνθρωποι που διάβαζαν τα βιβλία του εκεί, άλλοι πάλι ήθελαν να τον γνωρίσουν και να αγοράσουν από αυτά τα βιβλία, και τα βιβλιοπωλεία της περιοχές, ζητούσαν και εκείνα να διαφημιστούν μέσω μιας εκδήλωσης προς τιμήν του.Περίπτωση άλλης άρνησης, δεν υπήρχε. Όλη την εβδομάδα πριν από το ταξίδι, ήταν μελαγχολικός. Από τις παρέες είχε απομονωθεί και έγραφε κλεισμένος στον εαυτό του. Ακόμη και μέσα στο τρένο, που τον μετέφερα στον προορισμό του, εκείνος έγραφε, με την μελαγχολία, να είναι έκδηλη στο πρόσωπο του. Μόνο δυο φορές χαμογέλασε, όταν κάποια παιδιά τον γνώρισαν και του μίλησαν.
   Σκεφτόταν την εποχή που πέρασε...σκεφτόταν την 'Αννα. Την Άννα, που εξελίχτηκε, μας στην καρδιά του έμενε πάντα η ίδια. Την Άννα, που παρέμεινε σταθερά για χρόνια μούσα της δημιουργικότητας του.Τόσα χρόνια και οι δυο στην Αθήνα, δεν είχαν συναντηθεί ποτέ, παρότι και οι δυο ήταν προβεβλημένα πρόσωπα. Εκείνος, σίγουρα την απέφευγε μια τέτοια συνάντηση, πιθανών και εκείνη. Και του έκανε καλό αυτή η απόσταση, γιατί κράτησε όρθιο το όνειρο και το  δυνάμωσε . Πάντοτε οι αποστάσεις εξιδανικεύουν τα πράγματα... Μα το απόγευμα εκείνο, έβλεπε τις αποστάσεις να μικραίνουν... Όχι, δεν ήξερε πως ταυτόχρονα με  αυτόν, προς την πόλη, ταξίδευε και η Άννα, αλλά η απόσταση που έβλεπε να μικραίνει, ήταν με την ίδια την πόλη. Γιατί οι τόποι στους οποίους έχουμε ζήσει ή έχουμε περάσει σαν ταξιδιώτες, χαρακτηρίζουν και κείνοι τις ζωές μας.
   Οι λουτροπόλεις με την μελαγχολική τους ομορφιά, πάντα του άρεσαν. Αυτό το ρετρό, που κουβαλάνε μέσα τους, τον μαγνήτιζε. Αυτή τελικά η λουτρόπολη, ήταν ο ίδιος του ο εαυτός... Πότε όμορφος και πότε στραπατσαρισμένος, σαν τα αυτοκίνητα πριν και μετά κάποιο ατύχημα.
   Μια μικρή πόλη, χτισμένη μπροστά στη θάλασσα, γεμάτη ξενοδοχεία κάθε μορφής, πανσιόν και ενοικιαζόμενα δωμάτια. Στην παραλία κυρίως καφετέριες και εστιατόρια και πέντε δρόμους πίσω, τα ιαματικά λουτρά. χτισμένα μέσα σε ένα όμορφο πάρκο. Και εκεί που τελείωνε το πάρκο, ξεκινούσαν τα βουνά, με της άγρια βλάστηση του δάσους, που τα κάλυπτε.
   Όσο το τρένο πλησίαζε προς την πόλη, η βροχή δυνάμωνε. Λίγο καιρό πριν ο Αναστάσης, είχε μειώσει κατά πολύ τις μετακινήσεις του με το αυτοκίνητο του. Το είχε χορτάσει. Είναι πράγματα στη ζωή μας, τα οποία κάποτε χορταίνουμε. "Σε ένα πράγμα πρέπει να είμαστε αχόρταγοι. Στο να δίνουμε και να παίρνουμε αγάπη", εκείνος έλεγε συχνά...Κοίταζε στο παράθυρο του βαγονιού του το νερό, που χτύπαγε με δύναμη το τζάμι. Πλησίαζε η ώρα, που θα έφτανε...
...
   Την ίδια ώρα ταξίδευε προς τον ίδιο προορισμό και η Άννα...Ίσως προς τον ίδιο προορισμό ταξίδευε και η μοίρα...Με το αυτοκίνητο της ταξίδευε η Άννα, μέσα σε μια παράξενη σκυταλοδρομία από διόδια, σε μια Ελλάδα, που προσπαθούσε να ξεφύγει από το χυδαίο παρελθόν της, σε μια Ελλάδα από τους ρυθμούς της οποίας, πλέον η Άννα εξαιρούσε τον εαυτό της...
   Δεν μπορούσε το χυδαίο, ούτε το κακό γούστο και τόσα χρόνια γύρω της, έβλεπε μόνο τέτοιες καταστάσεις. Μόνο λίγοι άνθρωποι, είχαν πραγματικά όνειρα για ένα μέλλον αγνότητας, ποιότητας και πραγματικής δημιουργίας. Με εκείνους είχε πλέον συνταχτεί, με τους άγνωστους,τους λίγους, γιατί σε αυτή τη ζωή, σε αυτή τη χώρα, οι αξίες έπαιρναν έκφραση, πάντα μέσα μέσα από ανθρώπους - εξαιρέσεις, που είχαν την γνώση, την αισθητική και το θάρρος να αποδεχθούν τις μοναχικές πορείες, που τους είχε ετοιμάσει η ζωή.
   Ναι, ένας από αυτούς τους λίγους, ήταν και ο Ανατάσης. Και εκείνη το ήξερε καλά. Μπορεί να μην τον είχε ξαναδεί, αλλά είχε διαβάσει σχεδόν όλα του τα βιβλία και όπου έβλεπε κάτι γραμμένο για αυτόν, το διάβαζε αμέσως. Στις δύσκολες της στιγμές, απομονωνόταν  και έστηνε φανταστικούς διαλόγους μαζί του και έτσι ξεπερνούσε κάπως τα προβλήματα που την βασάνιζαν. Η πραγματική αγάπη και ο έρωτας, όταν υπάρχουν, ξεπερνούν της φυσικές παρουσίες και διαχέονται γύρω από αυτούς που ξέρουν να αγαπούν.
   Καθώς οδηγούσε , σκεφτόταν. Σκεφτόταν κάτι, που εκείνος έγραφε σε κάποιο βιβλίο του από τα τελευταία, που είχαν κυκλοφορήσει...
    "Πρέπει να μάθουμε να κρίνουμε και πρέπει να μάθουμε να αλλάζουμε, γιατί όλα αλλάζουν γύρω μας, γιατί η νύχτα, διαδέχεται τη μέρα και το φθινόπωρο το καλοκαίρι. Μόνο πρέπει να κρατάμε στην καρδιά μας τις αξίες. Τις δικές μας αξίες, αυτές που δεν αλλάζουν ποτέ...", έγραφε...
   Δάκρυσε... Πόσο δίκαιο είχε και πόσο μεγάλη αξία ήταν για την ίδια εκείνος. Σταμάτησε σε ένα σταθμό για να αναπνεύσει καθαρό αέρα και να πιει ένα καφέ. Ήταν η ώρα, που το φως πια είχε εγκαταλείψει την κουρασμένη γη, αφήνοντας της μόνο βροχή και σκοτάδι.
...
   Την ίδια στιγμή, το τρένο που μετέφερε τον Αναστάση, είχε φτάσει στο σιδηροδρομικό σταθμό της πόλης. Το παρελθόν πλέον είχε γυρίσει και είχε ξεκλειδώσει την πόρτα της εξέλιξης... Γιατί οι άνθρωποι μεγαλώνουν, αναζητούν, φεύγουν, γυρίζουν, κλειδώνουν και ξεκλειδώνουν...Αυτοί είναι οι άνθρωποι...Αυτοί είμαστε...
   Ο σταθμός ήταν ο ίδιος και εκείνος ένας μοντέρνος ταξιδιώτης. Φορώντας τζιν παντελόνι και μακό μπλουζάκι... Ένας απλός άνθρωπος... Ένας εραστής των απλών πραγμάτων.
   Μέχρι το ξενοδοχείο πήγε βαδίζοντας... ΗOTEL FAROS, όπως ήταν και τότε...ολόλευκο, με σκαλιστά, κτιστά μπαλκόνια, όπως όλα τα παλιά ξενοδοχεία, που μένουν όρθια, για να μας θυμίζουν τους καιρούς, που πέρασαν, διδάσκοντας στους νέους το καλό γούστο.
   Περπάτησε, σιγά- σιγά, κοιτάζοντας γύρω του. Η πόλη είχε γεράσει. Την γνώριζε και πάλι, μέσα από κάποια της σημεία. Ένοιωθε πως από την πόλη, που γνώριζε, είχε απομείνει μόνο ένας σκελετος, αλλά ένας σκελετός, που του την έκανε να είναι αρκετά γνώριμη.  Κάποτε και από τις πόλεις, τελικά μενουν μόνο οι σκελετοί, όπως και από τους ανθρώπους, όταν πεθαίνουν. Δείγματα παρακμής, εποχή παρακμής... Μπήκε στο ξενοδοχείο...Ανέβηκε...μπήκε στο δωμάτιο του...Δωμάτιο, με όλα τα κομφόρ που λένε... Εξωτερική εμφάνιση ρετρό, εσωτερική  εμφάνιση, εκσυγχρονισμένη..."Άλλη μια περίεργη μετάλλαξη των πραγμάτων", σκέφτηκε...Έκανε μπάνιο και ξάπλωσε στο κρεβάτι του δωματίου. Δεν ήταν κουρασμένος, αλλά και δεν είχε όρεξη...Δεν είχε σκοπό πέραν της εκδήλωσης να πάει πουθενά, έξω από το ξενοδοχείο. Κοίταξε για πολύ ώρα το αναμμένο φως από το πορτατίφ, που ήταν δίπλα του, μέχρι που τον πήρε ο ύπνος...
...
   Εκείνη την ώρα, στην πόλη έφτανε και η Άννα. Στο σπίτι την περίμεναν η ξαδέλφη και η θεία της. Δεν της άρεσαν οι υποδοχές και οι υπερβολικές συγκινήσεις. Τις στιγμές που συγκινούνταν και που βούρκωνε, τις κρατούσε πάντα για τον εαυτό της. Ο μόνος που την είχε δει να κλαίει και μάλιστα είχε  στην αγκαλιά του, ήταν ο Αναστάσης.
   Μπήκε μέσα, χαιρέτησε, αγκαλιάστηκε και με τις δυο. Μετά η θεία της έφυγε και έμεινε μόνη, μαζί με την Δώρα, την αγαπημένη της ξαδέλφη. Εκείνη την ενημέρωσε για τα του σπιτιού και του ιατρείου και φεύγοντας της ανακοίνωσε την μεγάλη είδηση...
   - Ξέρεις ποιος είναι εδώ; Ο Αναστάσης Δούκας. Αύριο προς τιμήν του, στο πολιτιστικό μας κέντρο, θα γίνει μεγάλη γιορτή προς τιμήν του. Θα πας να το δεις;
   Η Άννα πάγωσε. Δεν μίλησε αμέσως. Προσπάθησε να κρύψει την αμηχανία της. "Θα δω...", είπε στην ξαδέλφη της, προσπερνώντας το θέμα του Αναστάση και πηγαίνοντας τη συζήτηση αλλού... Σε λίγη ώρα έφυγε και η Δώρα και έμεινε μόνη.
   Τότε ξέσπασε. Γιατί εκείνη τη στιγμή διάλεξε η μοίρα να τον φέρει και πάλι κοντά της; Τόσο κοντά, τόσο μακριά και πάλι τόσο κοντά. Κοίταξε τον εαυτό της στον καθρέφτη . Ναι ήταν ακόμη κομψή και όμορφη, ήταν ακόμη νέα και αγνή, ήταν δική του. Έπρεπε να πάει να τον δει. Έπρεπε; Την απάντηση, έπρεπε να την δώσει η ίδια..Γδύθηκε και ξάπλωσε και με αυτές τις σκέψεις στο μυαλό της, την βρήκε ο ύπνος.
...
   Το πρωί ήταν παράξενο.. Παράξενο και για τους δυο. Ο Αναστάσης , όπως το είχε προγραμματίσει, έμεινε μέσα. Το να βγει και να γυρίσει στην πόλη ήταν μεγάλος πειρασμός, αλλά όσο και αν πιέστηκε, ο εαυτός του άντεξε... Έμεινε μέσα, έκανε κάποια τηλεφωνήματα, έγραψε και κάποια πράγματα που ήθελε και μετά κατέβηκε στην καφετέρια του ξενοδοχείου, για να πιει ένα καφέ και να φάει κάτι. Μετά, γύρισε πάλι στο δωμάτιο του, όπου και έμεινε μέχρι την ώρα που ήταν να πάει στην εκδήλωση...
   Η Άννα στο μεταξύ, ξύπνησε και ετοιμάστηκε για την πρώτη της μέρα στο ιατρείο. Με την ομπρέλα στο χέρι, περπάτησε μέχρι την οδό Ναβαρίνου και τον αριθμό πέντε. Κοίταξε το κτίριο. Σε ένα μπαλκόνι, μια ταμπέλα έγραφε "Ιατρείον Άννας Μεταξά"... Αυτός ήταν πλέον ο νέος της κόσμος. Ο κόσμος που επέλεξε  να ζήσει μαζί του και να τον ανασυνθέσει. Έμεινε πολύ ώρα εκεί. Τακτοποίησε τα πράγματα της και δέχτηκε τις δυο πρώτες της επισκέψεις, μέχρι που έφτασε το μεσημέρι και η ώρα για να γυρίσει πίσω.
   Όσο δούλευε, είχε ξεχαστεί κάπως, μα όταν τέλειωσε η δουλειά, οι σκέψεις επέστρεψαν. Τι θα έκανε το απόγευμα; Θα πήγαινε; Και αν πήγαινε, πως θα τον αντιμετώπιζε; Και πως θα την αντιμετώπιζε εκείνος;
   Γυρίζοντας πέρασε εμπρός από το ξενοδοχείο "Φάρος". Τον είδε να κάθεται στην καφετέρια στο ισόγειο, να πίνει τον καφέ του και κάτι να διαβάζει. Έμεινε λίγο να τον κοιτάζει, δεν την πρόσεξε. Η βρόχή, έπεφτε ακόμη δυνατά... Έφυγε... Σε λίγα λεπτά, ήταν στο σπίτι της. Κλειδώθηκε, έκλεισε και τα τηλέφωνα και έμεινε μόνη της για να σκεφτεί.
   Το παρελθόν της, αναζητούσε μερτικό από την επόμενη μέρα. Έβαλε μουσική και κάθισε στον καναπέ της. Ναι, τον έβλεπε απέναντι της, Ή ταν κάτι, που το είχε κάνει άπειρες φορές κατά το παρελθόν. "Να έλθω;", τον ρώτησε... Εκείνος έστεκε ακίνητος, σαν το σύννεφο, που στεκόταν τόσες μέρες πάνω από την πόλη και έφερνε εκείνη την ασταμάτητη βροχή..."Αν η ψυχή σου, γυρεύει πίσω όλα αυτά τα χρόνια, που έφυγαν, ναι...να έρθεις. Αν θέλεις να τελειώσεις μια για πάντα με ότι σε δένει με το παρελθόν, να μείνεις εκεί...", της φάνηκε πως της είπε..." Έτσι είναι... Από το παρελθόν μας ή εμπνεόμαστε ή πονάμε"...Και ο Αναστάσης για την ίδια, δεν ήταν ποτέ πόνος, αλλά μια ανάμνηση, από την οποία έπαιρνε μόνο δύναμη και εμπνεύσεις. Το τέλος στην σχέση των δυο τους, είχε έλθει από άλλες αιτίες... Άλλες αποχές, άλλες ηθικές...
   Αποφάσισε να πάει. Ένοιωθε, σαν να ήταν ξανά μαθήτρια, που πήγαινε στο πρώτο της ραντεβού. Θα του άρεσε; Δεν θα του άρεσε; Επί μια ώρα, δοκίμαζε τι ρούχα να φορέσει. Για μια ώρα ακόμη φτιαχνόταν και στολιζόταν. Και ήταν πολύ όμορφη, ήταν γνωστή για το καλό της γούστο και για το διακριτικό της ντύσιμο.
   Φόρεσε ένα μπεζ φόρεμα, που άφηνε γυμνά τα όμορφα της χέρια, και αναδείκνυε τα κάλλη της με ένα σεμνό τρόπο, δείχνοντας πως κάτι πραγματικά όμορφο, δεν χρειάζεται την πρόκληση, για να δείξει την πραγματική του αξία. Άφησε τα μακριά της μαλλιά ελεύθερα και φόρεσε  λιτά κοσμήματα. Ήταν η ομορφιά της δωρικού ρυθμού, χωρίς πολλά - πολλά, όπως καθόλου τυχαία δωρικού ρυθμού ήταν και η ψυχή του Αναστάση...και αυτό, το ήξερε πολύ καλά.
   Η εξαδέλφη της η Δώρα, της τηλεφώνησε κάποια στιγμή το μεσημέρι.
-Θα πας; Την ρώτησε
   Η απάντηση της ήταν ένα απλό "δεν ξέρω" , αν και θα πήγαινε...
   Γιατί ήθελε να πάει με τον δικό της τρόπο...Στο τέλος, στην τελευταία σειρά, στο τελευταίο θρανίο. Εκεί απ΄ όπου θα μπορούσε να τον παρακολουθήσει με ηρεμία, χωρίς εκείνος να την βλέπει. Αρκεί που θα τον έβλεπε και τον άκουγε εκείνη...
   Τον αγαπούσε πάντα, ήταν ερωτευμένη μαζί του πάντα. Γιατί αυτή είναι η ζωή μας. Είναι φορές, που άνθρωποι ερωτεύονται και ζούνε όλη τους τη ζωή ερωτευμένοι με κάτι, που δεν είναι δίπλα τους, αλλά με κάτι, με το οποίο τους συνδέει μια αόρατη γραμμή, που δίνει και παίρνει ενέργεια, συναισθήματα, όνειρα, αγάπη...Και εκείνη την μέρα, για την Άννα και τον Αναστάση, αυτή η γραμμή είχε πολύ μικρύνει.... Και όταν τέτοιες γραμμές μικραίνουν τόσο, ώστε να γίνονται ένα σημείο, τότε πυροδοτούνται εκρήξεις συναισθημάτων...Τις εκρήξεις αυτές, τις  φοβόταν η Άννα... Αλλά στη ζωή μας, υπάρχει και το πεπρωμένο, που κάνει τις εκρήξεις αναπόφευκτες ... Και τότε είναι η κρίσιμη στιγμή. Η στιγμή της αλήθειας.
   Ο Αναστάσης. σε κάποιο του βιβλίο, έγραφε:
   " Αν σε ρίξουν στη θάλασσα, μάθε αυτόματα κολύμπι. Κολύμπα και απόλαυσε την απεραντοσύνη της. Κάπου μέσα της, υπάρχει η αγάπη. Θα την βρεις."
   Αυτό η Άννα, το είχε διαβάσει χιλιάδες φορές... Εκείνη την στιγμή, ήταν η στιγμή που θα έπεφτε μέσα στην δική της θάλασσα. Και θα κολυμπούσε... Γιατί έτσι έπρεπε...
   Η ώρα είχε περάσει και στο ξενοδοχείο, ο Ανασάσης ήταν πια έτοιμος , για να πάει στο πνευματικό κέντρο. Προτίμησε να πάει βαδίζοντας, άλλωστε η αίθουσα αυτή, δεν ήταν και πολύ μακριά. Ήθελε να δει ξανά την πόλη, να θυμηθεί. Ξεκίνησε λοιπόν την πορεία του, βαδίζοντας εμπρός από το ξενοδοχείο και κοιτάζοντας τον κόσμο γύρω του. Η βροχή, είχε σταματήσει και το λιμάνι απέναντι, ήταν το ίδιο όμορφο όπως παλιά... Μόνο τα σκάφη ήτανε πλέον νέων τύπων.
   "Έτσι είναι... οι τόποι, μένουνε πάντα ίδιοι. Εμείς και τα πράγματα μόνο αλλάζουμε", σκέφτηκε.
   Και να, που έφτασε εμπρός στο πετρόχτιστο Δημαρχείο και δίπλα το πολιτιστικό κέντρο, που δεν το είχε προλάβει να το δει τότε έτοιμο, να υποδέχεται τους πρώτους ανθρώπους από αυτούς που θα παρακολουθούσαν την εκδήλωση προς τιμήν του. Απέναντι, η εκκλησία δίπλα στη θάλασσα, ακριβώς μετά το γραφικό λιμάνι, με τις καμπάνες της, να χτυπάνε που και που, από τον αέρα, που τις παρέσερνε γλυκά. Το είχε παρατηρήσει και σε άλλες εκκλησίες, που είχε συναντήσει δίπλα στη θάλασσα αυτό το φαινόμενο. Ο ήχος από της καμπάνες, έτσι αργός και άναρχος, όπως ερχόταν στα αυτιά του, τον έκανε να ανατριχιάζει και να θυμάται Μεγάλες Πέμπτες και Παρασκευές του παρελθόντος... και πολλές φορές να κλαίει. Όχι γιατί θυμόταν κάτι κακό, αλλά γιατι θυμόταν μόνο πολύ καλά πράγματα.
   Προσπαθούσε να σκέφτεται πάντοτε αφαιρετικά. Αφαιρούσε  τα άσχημα, κρατώντας μόνο τα συμπεράσματα, που θα τον βοηθούσαν να πορευθεί σε ένα καλύτερο μέλλον και σκεφτόταν τα όμορφα, φτιάχνοντας ένα δικό του κόσμο, με τρόπο παλιακό, ρομαντικό...Γιαυτό, είχε γίνει συγγραφέας.
   Είχε πλέον φτάσει. Στην πόρτα του πνευματικού κέντρου, τον περίμενε ο υπεύθυνος πολιτισμού του Δήμου, που τον καλωσόρισε και του έδειξε την αίθουσα της εκδήλωσης, που γέμιζε κόσμο. Πήρε μια- δυο καλησπέρες από κάποιους, που έδειξαν αν τον γνωρίζουν. Ο ίδιος, προσπάθησε να αναγνωρίσει κάποιους ανθρωπους από τα παλιά. Κάποια πρόσωπα κάτι του θύμιζαν, αλλά κάτι πολύ ακαθόριστο. Αλλάζουν οι άνθρωποι. Είναι μια αιώνια μάχη, που δίνει ο άνθρωπος με τον χρόνο, με το αποτέλεσμα να είναι γνωστό από πριν. Μα ο άνθρωπος, είναι μυστήριο είδος και αναγεννιέται συνεχώς.
   Περνώντας η ώρα, η αίθουσα γέμισε. Ένα μικρό πάνελ είχε δημιουργηθεί, με αυτούς που θα μιλούσαν για τον συγγραφέα και βέβαια τον ίδιο. Ήταν δυο φιλόλογοι και ο υπεύθυνος πολιτισμού του Δήμου, που τελικά αποδείχτηκε και σοβαρός άνθρωπος - ο Αναστάσης είχε συνηθίσει να βλέπει τους απανταχού αξιωματούχους, να φέρονται σαν πριμαντόνες, αλλά αυτός εδώ ήταν πολύ σωστός.
...
   Αργά ξεκίνησε και η Άννα για το πνευματικό κέντρο και το μυαλό της, ταξίδευε στο παρελθόν. Στό πως γνώρισε τον Αναστάση μια μέρα στην παραλία, για τις στιγμές που πέρασαν οι δυο τους, για τις συζητήσεις τους, για τους κοινούς τους προβληματισμούς, για τον έρωτα. Γιατί ο έρωτας, για να υπάρξει σε δυο ανθρώπους, χρειάζεται κοινές ευαισθησίες, κοινά όνειρα, κοινή αισθητική, κοινές σκέψεις. Και οι δυο τους όλα αυτά τα είχαν...και θα ήταν πάντοτε μαζί, αν δεν έμπαιναν ανάμεσα τους ...τρίτοι... Άλλο από ζήλια, άλλοι για το νεαρό της ηλικίας που είχαν τότε, άλλοι γιατί ο Αναστάσης καταγόταν από αλλού, άλλοι για την διαφορά κοινωνικής θέσεις των οικογενειών... Με λίγα λόγια είχαν βρει χιλιάδες λόγους , για να επηρεάσουν τους γονείς της Άννας πιο πολύ, για να παρέμβουν και η σχέση να διακοπεί. Νοοτροπίες στενόμυαλες άλλων εποχών. Και όσοι κάνανε τότε όλα αυτά, πλέον την στιγμή που η Άννα πήγαινε προς το πνευματικό κέντρο, πια δεν υπήρχαν... Υπήρχε όμως ο Αναστάσης, υπήρχε κι εκείνη.
   Είχε  αρχίσει η τελετή, όταν η Άννα έφτασε στην αίθουσα. Είχαν γίνει οι χαιρετισμοί του Δήμαρχου και του Νομάρχη και κάποιων ακόμη επισήμων. Εκείνη την ώρα μιλούσε ένας από τους φιλολόγους.
   Η Άννα διακριτικά στον ημίφως που υπήρχε, λόγω και μιας προβολής εικόνων που γινόταν, βρήκε καταφύγιο στην τελευταία σειρά των θέσεων. Και να πια που τον είχε απέναντι της. Έτσι, σαν να μην πέρασε μια μέρα, με την ομορφιά της απλότητας στην εμφάνιση και την εμβάθυνση πάντα στην σκέψη του, να ακούει με ατέλειωτη υπομονή να μιλούν για το έργο του.
   Πάντοτε του ήταν βαρετό να ακούει να μιλούν για εκείνον οι εκάστοτε παρουσιαστές του έργου του. Αντίθετα, δεν κουραζόταν καθόλου να συζητάει με τον κόσμο, να μαθαίνει τα προβλήματα των ανθρώπων, να διδάσκεται από αυτούς και να προσπαθεί μέσα από τον διάλογο να δίνει αν μπορεί απαντήσεις. Αυτό θεωρούσε επιτυχία στην δουλειά του σαν συγγραφέας. "Οι συγγραφείς και οι πολιτικοί, πρώτα πρέπει να ακούνε τους ανθρώπους και μετά, οι πρώτοι να ορίζουν τα προβλήματα, να προτείνουν τους τρόπους επίλυσης  και οι δεύτεροι επιλέγοντας έναν, να δίνουν την λύση. Συγγραφείς και πολιτικοί, που προσπαθούν να επιβάλουν ιδέες και αποφάσεις, είναι αποτυχημένοι από χέρι.Και είναι θέμα χρόνοι οι απόδειξη της κενότητας τους", έλεγε... Ίσως γιαυτό κάποιοι από το συνάφι, δεν τον χώνευαν και πολύ.
   Όμως δεν τον ένοιαζε, ήθελε να είναι δίκαιος. Κάτι άλλο που έλεγε, ήταν ότι για αυτόν οι γνώμες κάποιων ανθρώπων, μετρούσαν πιο πολύ από τις γνώμες κάποιων άλλων, καθώς όλοι οι άνθρωποι δεν λαμβάνουν την ίδια παιδεία και ως εκ τούτου δεν έχουν τις ίδιες δυνατότητες στην σκέψη. Και γιαυτό συνήθως με τους υπεύθυνους παιδείας των κυβερνήσεων, δεν τα πήγαινε καλά. Ζητούσε αναβάθμιση και ποιότητα, χωρίς να κρύβει τα λόγια του και αυτό ενοχλούσε πάντα την εξουσία. Μα ούτε που τον ένοιαζε και έλεγε ότι πίστευε. Αυτό τελικά ήταν ωριμότητα.
   Τους άκουσε όλους με ηρεμία και όταν του δόθηκε ο λόγος, ξεκίνησε να μιλά με τρόπο γαλήνιο. Η μεγάλη του ικανότητα ήταν η γραφή, αλλά και στις ομιλίες του, ήταν πολύ καλός. Για να το πετύχει αυτό, είχε εφεύρει ένα δικό του τρόπο. Μιλούσε σαν να ήταν κάπου μόνος, σαν να μην είχε κοινό απέναντι του. Και πετύχαινε... Έτσι έκανε και κείνο το απόγευμα.
   Αφού απάντησε στα καλά λόγια, που άκουσε από τους επισήμους και τους εισηγητές επικεντρώθηκε στο κύριο μέρος της ομιλίας, που ήταν "ο χρόνος και οι αλλαγές στις ψυχές των ανθρώπων". είπε λοιπόν:
  -Φίλοι μου, οι άνθρωποι αλλάζουν μέσα στον χρόνο.  Η τεχνολογία αναπτύσσεται και οι τρόποι επικοινωνίας αλλάζουν την ταχύτητα μεταφοράς γνώσεων και ειδήσεων. Ακόμη και οι τέχνες αλλάζουν. Κάποτε είχαμε το θέατρο, μετά γεννήθηκε το σινεμά, μετά το βίντεο κλιπ, ίσως στο μέλλον δούμε κάποιο νέο προιόν μέσα από διαδίκτυο, που θα παράξει ένα νέο είδος τέχνης. Όμως σήμερα ο ερχομός των νέων ειδών τέχνης δεν απέκλεισε τα παλαιά. Και έτσι έχουμε και θέατρο και κινηματογράφο και βίντεο. Τίποτε δεν πεθαίνει. Απλώς συμπληρώνεται, εξελίσσεται και προχωρά... Οι ψυχές μας, ο τρόπος ζωής μας, οι εσωτερικές μας ανάγκες και τρόποι που αντιμετωπίζουμε τους συνανθρώπους μας, επηρεάζονται σαφώς από αυτές τις αλλαγές.Όλοι γεννιόμαστε, έχοντας μέσα μας κάποια αρχικά ένστικτα, πολλές φορές και αντικρουόμενα. Από την μια θέλουμε να αγαπάμε, από τη άλλη θέλουμε να μας αγαπούν ή μας αρέσει να έχουμε φίλους, αλλά μέσα μας θέλουμε να είμαστε κυρίαρχοι επάνω στην φιλία τους και όταν δεν μας εξυπηρετούν, τους απορρίπτουμε... Θα μπορούσα να φέρω και πολλά άλλα παραδείγματα αντικρουόμενων ή επικαλυπτόμενων   ενστίκτων... Έχουμε τον εγωισμό, το ατομικό συμφέρον, την παντογνωσία και τελικά την βια. Όσο ένας άνθρωπος τα περιορίζει μέσα του, τόσο πιο πολύ θα βελτιώνει την προσωπικότητα του . Πιθανώς δε με σωστή παιδεία, αυτά τα ένστικτα να μετατραπούν σε αιτίες δημιουργικότητας και όχι την καταστροφή. Μπορεί ο θυμός ενός καλλιτέχνη για κάτι να τον οδηγήσει στην δημιουργία ενός έργου τέχνης... Και φίλοι μου, προσοχή σε αυτό που λέμε μέτρο... Αυτό είναι που πρέπει να γίνει ο διευθυντής της ορχήστρας, που είναι η ψυχή μας. Και όλα αυτά, μπορούν να γίνουν με ουσιαστικότερο τον ρόλο της παιδείας στην απόκτηση και την βελτίωση της μόρφωσης.
   Είπε και άλλα πολλά ο Αμαστάσης. Η Άννα τον άκουγε με μεγάλη προσοχή και ενδιαφέρον. Προσπαθούσε να συνηθίσει ξανά την φωνή του. Προσπαθούσε να συνηθίσει τον αέρα του. Για μια ακόμη φορά, την είχε κερδίσει. Τ μάτια της, την μια φορά έβλεπαν αυτό που υπήρχε απέναντι της και την άλλη εικόνες από το παρελθόν. Δεν είχε αλλάξει καθόλου, ίσα - ίσα η εμπειρία τον είχε κάνει πιο γοητευτικό.
   - Αυτά είχα να σας πω! Τώρα μπορείτε να μου κάνετε όποια ερώτηση θέλετε, είπε κλείνοντας.
   Πρώτα σηκώθηκε ένας κοστουμαρισμένος εξηνταπεντάρης.
   -Πιστεύετε στον Θεό κύριε Δούκα; Ρώτησε...
   -Εσείς τι λέτε; Απάντησε ρωτώντας και χαμογελώντας...Και μετά συμπλήρωσε...
   -Φυσικά και πιστεύω. Για μένα ο Θεός είναι ότι βρίσκεται πέρα από τα όρια. Ο Θεός είναι η ιδέα του να υπάρχουμε, είναι η δύναμη που μας έχει φτιάξει, είναι το άγνωστο πίσω από το άγνωστο. Όσο για την Χριστιανική φιλοσοφία της ζωής, είναι ότι πιο σημαντικό έχει διατυπωθεί μέχρι και σήμερα. Ότι ακολούθησε , είναι απλά παράγωγο της και ότι προυπήρχε, ήταν προπαρασκευαστικό.Πιστεύω πως σας κάλυψα...
   Μετά, ένας νεαρός, ξεκίνησε να κάνει την δική του ερώτηση.
   - Η τεχνολογία κύριε Δούκα, είναι πάντα μια πρόοδος;
   -Ωραία ερώτηση. Η τεχνολογία μπορεί να φέρει την πρόοδο υπό προυποθέσεις. Και πάλι θα πω την λέξη "μέτρο". Όταν χάνεται το μέτρο. χάνονται και οι προυποθέσεις κάτω από τις οποίες η τεχνολογία θα μπορεί να είναι χρήσιμη. Δείτε την καθημερινή μας ζωή. Χτίσαμε πολυκατοικίες και μέγαρα, μα ξεφύγαμε από το μέτρο των δαπανών που μπορούσαμε να αντέξουμε, με αποτέλεσμα να αναγκαζόμαστε πια να θερμαίνουμε αυτούς τους χώρους πια με τις ξυλόσομπες των περασμένων εποχών. Η τεχνολογία λοιπόν σε αυτή την περίπτωση, έχασε την αποτελεσματικότητα της. Δεν χάθηκε βέβαια, καθώς υπάρχει πάντα σαν θεωρία, που μπορεί να χρησιμοποιηθεί, όταν οι οικονομικές συνθήκες το επιτρέψουν και πάλι. Τελικά όλα είναι το μέτρο. Ήταν η απάντηση του Αναστάση.
   Τέλος, μια κυρία πιθανώς καθηγήτρια, από το ύφος που είχε, σηκώθηκε να κάνει την δική της ερώτηση.
  -Η χώρα μας περνά μια από τις μεγαλύτερες κρίσεις της ιστορία της. Πως μπορούμε να την ξεπεράσουμε;
   Ο Αναστάσης χαμογέλασε.
-Σε ότι έχει σχέση με τα οικονομικά, είμαι παντελώς άσχετος για να σας απαντήσω. Φιλοσοφικά μόνο μπορώ να σας πω λίγες σκέψεις, τις οποίες και έχω γράψει σε ένα από τα βιβλία μο:
"Αναζητώντας τα επόμενα βήματα  στο αύριο, υπάρχουν στιγμές, που χωρίς να το θέλεις, μια δύναμη σε στέλνει στο παρελθόν. Εκεί τότε πρέπει να βρεις τους τρόπους και τις δυνάμεις, που θα σε κάνουν να επιστρέψεις. Είναι υποχρέωση σου. Απλά σκέψου το πως. Κάτι θα βρεις."
   Μόλις σταμάτησε να μιλάει, πολλά χειροκροτήματα ακούστηκαν από τον κόσμο.
   Τότε μια γυναικεία φωνή κάπως γνώριμη προς εκείνον ακούστηκε από το βάθος της αίθουσας.
   -Μια τελευταία ερώτηση αν επιτρέπεται...
   -Φυσικά. Απάντησε ο Αναστάσης...
   -Τι είναι ο τόπος μας τελικά; Είναι κάτι υλικό, χώμα ας πούμε; Είναι οι άνθρωποι; Είναι η μνήμη ή κάτι άλλο;
   Η φωνή ήταν πάρα πολύ γνωστή. Ναι ήταν η Άννα Μεταξά, που έκανε την ερώτηση, Η αγαπημένη του Άννα. Και έπρεπε να της απαντήσει. Από τον ήχο της φωνής της κατάλαβε πως κι εκείνη ήταν πολύ συγκινημένη. Πήρε μια βαθιά αναπνοή.
   -Ο Τόμας Στέρνς Έλιοτ, έγραψε: " Στην αρχή μου, είναι το τέλος μου" και σε ένα μεγάλο βαθμό, έχει δίκαιο αυτός του ο στίχος. Λέει αλήθειες, αλλά δεν έχει μέσα του την δύναμη του απόλυτου. Η ζωή μας αλλάζει, εξελίσσεται.Κάποιες φορές δε και απρόοπτα. Εγώ θα έλεγα πως :" Τόπος μας, είναι εκεί που αγαπάμε και μας αγαπούν." Πρώτα από όλα είναι συναίσθημα... Αν όμως χώμα, μνήμα και αγάπη συμπίπτουν, τότε συμφωνώ με τον ποιητή. Στην αρχή είναι το τέλος- ίσως και η πορεία.
  Το κοινό έμεινε αμίλητο να παρακολουθεί με προσοχή.
   -Αννα! Σε παρακαλώ, μην φύγεις, στο τέλος μείνε! Της είπε, κλείνοντας την απάντηση και την ομιλία του, με φωνή γεμάτη συγκίνηση.
   Ο υπεύθυνος πολιτισμού, έκλεισε την εκδήλωση με ευχαριστίες προς τον Αναστάση και το κοινό, ενώ μετά έδωσε στον Αναστάση σαν δώρο ένα χαρακτικό, που απεικόνιζε το παραδοσιακό κτίριο των λουτρών. 
   Αφού πέρασε πολύς κόσμος και τον χαιρέτησε, φεύγοντας ο Αναστάσης είδε την Άννα, που όπως της είχε ζητήσει δεν είχε φύγει και τον περίμενε. Ήταν από τις στιγμές, που κυλάνε πάντοτε αργά, γιατί έτσι πρέπει, γιατί πρέπει οι πρωταγωνιστές να συνηθίσουν ο ένας τον άλλο.
   Έτσι έμειναν λίγη ώρα να αλληλοκοιτάζονται . Μετά ο ένας έπεσε στην αγκαλιά του άλλου. Δεν υπήρξε κάποια συνομιλία, ούτε κάποιο "πως ή γιατί". Ήταν μια επανασύνδεση του χρόνου, που είχε κοπεί στα δυο, κάπου δεκαπέντε χρόνια πριν. Ξεχάστηκαν για λίγο μένοντας αγκαλιασμένοι.
   -Άννα μου, Άννα μου σε ξαναβρήκα ...είπε εκείνος.
   Η Άννα δεν μιλούσε, παρά είχε σφιχτεί επάνω του, προσπαθώντας να πάρει από το άγγιγμα του κορμιού του, όση ενέργεια είχε χάσει όλα αυτά τα χρόνια.
   Μετά ο Αναστάσης κρατώντας
   -Έλα, πάμε κάπου να φάμε κάτι. Κάτω από το ξενοδοχείο που μένω, έχει ένα καλό εστιατόριο.
   -Ναι! Να πάμε, είπε η Άννα με χαμηλή φωνή.
   Ξεκίνησαν να περπατούν στην παραλία, πιασμένοι χέρι χέρι. Λίγοι τους γνώρισαν.Μερικοί, ίσως μετά να τους έκαμαν θέμα των κουτσομπολιών τους. Δεν ους ένοιαζε...ήταν πια μόνοι τους, οι δυο τους και αυτό σήμαινε μόνο ευτυχία. 
   Δεν υπήρχε πλέον βροχή, παρά μόνο ο επίμονος αέρας, που έκανε την καμπάνα της εκκλησίας, ακόμη να χτυπά. Ίσως τούτοι της οι χτύποι μα ήταν χτύποι χαράς.
   Περπατώντας στον δρόμο για το ξενοδοχείο, που και που κοιτάζονταν, χαμογελώντας, Το τοπίο είχε κάτι το απόκοσμο, με τις βροχές των τελευταίων ημερών... Και να που έφτασαν...Μπήκαν μέσα στο εστιατόριο...
   -Ένα τραπέζι για δυο άτομα, με θέα προς  το λιμάνι..είπε στον Μετρ ο Αναστάσης.
   Ο Μετρ του έδειξε ένα στρόγγυλο και όμορφο τραπέζι, κοντά στην μεγάλη τζαμαρία του εμπρός μέρους του εστιατορίου. Ήταν πολύ όμορφη η θέση του και ακόμη πιο όμορφη η θέα. Από εκεί μπορούσαν να βλέπουν το λιμάνι και τα φώτα της άλλης πλευράς της πόλης.
   - Έλα Άννα  μου, κάθισε, είπε ο Αναστάσης και τράβηξε την καρέκλα, βοηθώντας την να καθίσει.
  Μετά κάθισε δίπλα της κι εκείνος. Ο μετρ τους παρουσίασε τον κατάλογο του εστιατορίου. Ο Αναστάσης, δεν τον χρησιμοποίησε και είπε να του φέρουν μια ομελέτα.
   - Μια ομελέτα και για μένα, είπε γελώντας η Άννα στον μετρ. 
   Είχε θυμηθεί την πρώτη τους γνωριμία και τον τρόπο, που τον είχε προσεγγίσει, παραγγέλνοντας όπου βρίσκονταν με τις κοινές τους παρέες, ότι και εκείνος. Το κατάλαβε και ο Αναστάσης, και χαμογέλασε.
   -Και τι πίνουμε Αννούλα; Την ρώτησε γελώντας...
   - Ξέρω, εσένα για να σε κάνουμε να πιεις αλκοόλ, πρέπει να σε τάξουμε σε Άγιο, απάντησε γελώντας.
   -Ε! Για σήμερα, μπορούμε να συνοδέψουμε τις ομελέτες, με παγωμένη μπύρα...
  - Α! Ωραία τότε! Μετρ δυο παγωμένες μπύρες, είπε ολοκληρώνοντας την παραγγελία η Άννα.
   Ο Αναστ΄σης κοίταζε την Άννα φανερά  συγκινημένος.
   - Κοίταξε να δεις τι κρύβει μέσα της ετούτη η ζωή. Δεν μένεις στον Αθήνα; Πως έμαθες πως είμαι εδώ; Την ρώτησε κοιτάζοντας την με στοργή, θαυμασμό, αλλά και έκπληξη.
   Η Άννα του χάρισε ένα πολύ σεμνό χαμόγελο.
   -Εδώ και μια ημέρα, είμαι κάτοικος και παιδίατρος αυτής εδώ της πόλης. Χθες επέστρεψα. Όσο για το πως το έμαθα, ας είναι καλά η ξαδέλφη μου η Δώρα, αν την θυμάσαι.
   -Πως, φυσικά και την θυμάμαι πολύ καλή κοπέλα, εξαιρετικός άνθρωπος. Και η πολιτική; Την ρώτησε, με μια απορία στο βλέμμα του. Με τα βιβλία και τις παρουσιάσεις, δεν είχε μάθει για την αποχώρηση της.
   -Τέλος!Τέρμα η πολιτική. Τελικά δεν είναι κάτι που κάνει για μένα. Αποδείχτηκα πολύ σοβαρή για αυτό πράγμα. Είδα πολλά, πάλεψα για πολλά, πέτυχα κάποια λίγα πράγματα, μα ξεπέρασα τα όρια των δυνατοτήτων μου. Είπα:" Ως εδώ! Καιρός να προσφέρω στους ανθρώπους, μέσα από την επιστήμη μου πια." Ξέρεις Αναστάση σε ζηλεύω. Ζηλεύω την ελευθερία που έχεις και που ουσιαστικά μπορείς και διδάσκεις μέσα από τα βιβλία σου, μένοντας αμόλυντος από την τριβή, με το χυδαίο κομμάτι της πολιτικής, που πιστεύω πως το γνωρίζεις πως και υπάρχει και πως λειτουργεί πρόστυχα, καταστρέφοντας κάθε προσπάθεια που μπορεί να κάνουν αγνοί ιδεαλιστές και άνθρωποι με όρεξη να προσφέρουν.
   Μιλούσε με πάθος. Τα λόγια της έβγαζαν από πάνω της ένα μεγάλο φορτίο, που το κουβαλούσε για χρόνια. Ήταν μια εκτόνωση, μια εξομολόγηση που ήθελε να κάνει και ο Αναστάσης ήταν ο πιο κατάλληλος για αυτό.
   - Κατάλαβα, κατάλαβα, της είπε και της κράτησε το χέρι, χαιδεύοντας το.
   Ο σερβιτόρος, τους έφερε και τους σέρβιρε ότι είχαν παραγγείλει. Έφαγαν με αργό ρυθμό, κοιτάζοντας πότε το λιμάνι και πότε ο ένας τον άλλο. Μόλις τελείωσαν από το φαγητό, τσούγκρισαν τα ποτήρια με την μπύρα, ευχόμενοι ο ένας στον άλλο, υγεία.
   Την ίδια ώρα, ένα μισό φεγγάρι, έκοβε βόλτες πάνω από τα κατάρτια των καικιών, που ήταν αραγμένα στο λιμάνι. Η παράξενη εκείνη μέρα, πήγαινε προς το τέλος της. Παράξενη και για τους δυο και με κατάληξη εξίσου παράξενη. Σαν να προσπαθούσαν να γνωριστούν ξανά απ΄ την αρχή. Άραγε άλλαξαν; Σίγουρα άλλαξαν. Τουλάχιστο έγιναν πιο έμπειροι. Και η αγάπη τους; Μάλλον αυτή ήταν το μόνο αρχικό δεδομένο. Το ερώτημα ίσως που έμενε, ήταν πως αυτή θα εμφανιζόταν στην επιφάνεια ξανά και τι μορφή θα είχε.
   -Έχω παρακολουθήσει τα όσα έχεις κάνει Άννα στην πολιτική και μου άρεσε το ότι πάντα κρατούσες τις θέσεις σου και το επίπεδο ψηλά. Από ότι μαθαίνω ήσουν μόνη στην ζωή σου όλα αυτά τα χρόνια. Εξακολουθείς; Ρώτησε ο Αναστάσης, κοιτάζοντας το ποτήρι της μπύρας του, προσπαθώντας να κρύψει την αμηχανία εκείνης της στιγμής.
   -Σε ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια. Έκαμα ότι μπορούσα στην πολιτική. Διαφορετικά δεν γινόταν. Μέχρι που έφτασα κι εγώ στα όρια μου. Όσο για την μοναξιά, την προτίμησα. Άραγε ένας γάμος χωρίς μια αντίστοιχη αγάπη, που θα τον τυλίξει και θα τον προστατέψει σε όλες τις δύσκολες στιγμές, ώστε να αντέξει για πάντα, έχει νόημα; Για μένα όχι! Το ζητούμενο τελικά είναι η αγάπη. Αυτή ξεπερνά συμβάσεις και συμβατικότητες. Μπορεί η αγάπη να μετράει αποστάσεις χιλιομέτρων και εποχών και να ναι κάτι ιδανικό και ένας γάμος άσκοπος, αποστάσεις μπορεί να μην έχει σε μέτρα και χιλιόμετρα, αλλά έχει σίγουρα σίγουρα στην ψυχή, οπότε είναι ανύπαρκτος. Ο γάμος έχει αξία μόνο όταν υπάρχει πρώτα από όλα αγάπη. Μα κι εσύ γνωρίζω πως είσαι μόνος. Μην νομίζεις πως τόσα χρόνια δεν σε παρακολουθούσα... Έχω διαβάσει όλα σου τα βιβλία...
   Τελειώνοντας την τελευταία της φράση, του χάρισε ένα πολύ γλυκό χαμόγελο, βγαλμένο από τα παλιά, ίσως και ακόμη πιο γλυκό. Χαμογέλασε και ο Αναστάσης κουνώντας καταφατικά το κεφάλι του.
  -Χάρισα τον εαυτό μου στους ανθρώπους μέσω των γραπτών μου. Και για μένα κράτησα την μοναξιά και τις αναμνήσεις. Ίσως και τα όνειρα και κάποια ελπίδα...
  Και χαμηλώνοντας τα μάτια, συνέχισε...
   -Είμαι παράξενος άνθρωπος. Μπορεί να με πεις και ξεροκέφαλο, μα έχοντας ζήσει τον πραγματικό έρωτα και την ανόθευτη αγάπη, δεν μπόρεσα ποτέ να προδώσω την καρδιά μου. Γιατί η αγάπη όταν πραγματικά υπάρχει, είναι η ίδια μας η καρδιά.
   Εκείνη την στιγμή η Άννα έσπασε... Τον αγκάλιασε και τον φίλησε. Δεν την ένοιαζε αν του έβλεπαν οι άνθρωποι του εστιατορίου και οι λοιποί θαμώνες. Ήταν κάτι αυθόρμητο. Ήταν ίσως το τέλος μιας εποχής και η έναρξη μιας νέας.
   Η ώρα πέρασε μέσα σε μια ηρεμία βαμμένη με χρώματα δυνατών συγκινήσεων , μα κανείς τους δεν έκανε προσπάθεια να αποχωρήσει. Μέχρι που από την εκκλησία απέναντι το ρολόι χτύπησε έντεκα η ώρα. Κοιτάχτηκαν...
   -Σαν να μας βαρέθηκε η ώρα, είπε ο Αναστάσης.
   -Ναι, έχει περάσει και συ θα θέλεις να ξεκουραστείς. Θαύμασα την υπομονή σου στην εκδήλωση. Εγώ όταν ήμουν στην πολιτική, εγκατέλειπα τις συζητήσεις πρώτη... Δεν είχα υπομονή, απάντησε η Άννα και συμπλήρωσε κοιτάζοντας τον.
   -Τι θα κάνεις αύριο; Θα φύγεις;
   - Να μια καλή ερώτηση. Τι θα κάνω; Κάτι συγκεκριμένο στην Αθήνα αυτέ τις ημέρες να κάνω, δεν έχω.Και μιας και σε βρήκα επιτέλους λέω να μείνω.
   Η Άννα τον αγκάλιασε για μια φορά ακόμη. Πληρώσανε τον λογαριασμό στο εστιατόριο, αντάλλαξαν τους αριθμούς των κινητών τους τηλεφώνων και αφού φιλήθηκαν άλλη μια φορά εκείνος ανέβηκε στο δωμάτιο του ξενοδοχείου, που έμενα από πάνω και εκείνη, πήρε τον δρόμο, που θα την οδηγούσε στο σπίτι της, δυο δρόμους πιο πάνω.
   Τι μέρα κι αυτή. Μια μέρα, που ένωσε δυο εποχές. Σιγά - σιγά, έβλεπε εμπρός της ξανά, όλη την πλοκή, προσπαθώντας να καταλήξει σε κάποια συμπεράσματα..Τον είδε ξανά, του μίλησε ξανά, τον ακούμπησε ξανά, τον φίλησε ξανά... Και ήταν αυτός, ίδιος όπως και τότε. Όχι! Ήταν ακόμη πιο βελτιωμένος... Πιο σοφός, ακόμη δε στα μάτια της και πιο όμορφος. "Να που οι δυσκολίες και ο χρόνος, κάνουνε τους ανθρώπους να γίνονται καλύτεροι. Αρκεί να υπάρχει όρεξη κι υπομονή για αναζήτηση της ποιότητας", σκέφτηκε...Και την αξία της αγάπης της, την τίμησε... Δυο δάκρυα κύλισαν από τα μάτια της, καθώς ξεκλείδωνε την πόρτα του σπιτιού της. Για μια φορά ακόμη το κλάμα την είχε βρει σε στιγμή, που ήταν μόνη.
   Ο Αναστάσης, με το που μπήκε στο δωμάτιο του, ακούμπησε την μικρή του τσάντα στο κρεβάτι, μαζί της και τα δώρα από την εκδήλωση.Τηλεφώνησε στην ρεσεψιόν του ξενοδοχείου, για να τους ανακοινώσει πως θα έμενε για ακόμη μια μέρα, απάντησε σε κάποια μηνύματα που βρήκε στον ηλεκτρονικό του υπολογιστή και μετά ξάπλωσε στο μοντέρνο κρεβάτι του προσφάτως ανακαινισμένου  ξενοδοχείου. Έκανε κι εκείνος σκέψεις για την ημέρα που είχε περάσει. Και χαμογέλασε, σκεπτόμενος το πόσο σημαντικό πράγμα, είναι οι σωστές επιλογές, για το με ποιους ανθρώπους συνδέουμε τις ζωές μας και πόσο σπουδαίο είναι να ακολουθούμε την καρδιά μας και όχι τις υποδείξεις τρίτων.
   Κάνοντας αυτές τις σκέψεις, παρασύρθηκε σε έναν βαθύ μα ήρεμο ύπνο. Έξω ο αέρας συνέχιζε να φυσά με δύναμη και η καμπάνα της εκκλησίας, να χτυπάει ελαφρά και ακανόνιστα, συντροφεύοντας όσα μικρά παιδιά και όσα νυχτοπούλια, δεν είχαν όρεξη να κοιμηθούν... Ένα νέο καλοκαίρι ξεκινούσε...
...
   Οι χτύποι του κινητού του τηλεφώνου, ξύπνησαν τον Αναστάση. Κοίταξε από το παράθυρό του και είδε τον ήλιο τα ταξιδεύει ανέμελος στον ουρανό.
   - Καλημέρα Αναστάση, δεν θα μπορούσα να ξεκινήσω την δουλειά μου, εάν πρώτα δεν άκουγα την φωνή σου! Του είπε μια  γνώριμη γυναικεία φωνή από την άλλη μεριά της γραμμής. Ναι! Ήταν η Άννα.
  -Καλημέρα Άννα! Μόλις ξύπνησα. Βλέπω πήγε κιόλας δέκα η ώρα. Η χαλαρότητα ενός τεμπέλικου πρωινού, με έκανε μα ξεχάσω πως κάποτε πρέπει και να ξυπνάμε.Και τι πιο όμορφο από το να ακούω την φωνή σου να μου λέει καλημέρα! Της απάντησε με μια λίγο μπουκωμένη από το ξύπνημα φωνή, που πρόδιδε όμως πίσω του ένα μεγάλο χαμόγελο.
   Η Άννα, αφού γέλασε τον ρώτησε για το πώς σκόπευε να περάσει το πρωινό του. Η ίδια θα τελείωνε κατά της τρεις το μεσημέρι, καθώς είχε στο ιατρείο τεχνικούς για να περάσουν κάποια μηχανήματα... Και είχε και ωραία μέρα... Εκείνος, της είπε πως σκόπευε να κατέβει στο λιμάνι για ένα καφέ, αφού πρώτα έκανε ένα περίπατο στην πόλη. Έτσι για να την θυμηθεί πιο καλά. Η Άννα του είπε, πως εκείνη την ημέρα στην πόλη γινόταν η εβδομαδιαία λαική αγορά. Άλλο που δεν ήθελε ο Αναστάσης... Λάτρευε τις λαικές αγορές... τα χρώματα, τις μυρωδιές, τα προιόντα, τους ανθρώπους τους. Παρατηρούσε και εμπνεόταν ...Μετά έκανε τις εμπνεύσεις του γραπτά. Όσο για την Άννα, κανόνισε μαζί της, να βρεθούν στην παλιά καφετέρια του πάρκου των λουτρών.
   Κατά τις δέκα και μισή, κατέβηκε στο λιμάνι ο Αναστάσης... Δεν έμεινε εκεί, αλλά ανηφόρισε προς τον χώρο που για πάνω από μισό αιώνα γινόταν κάθε παρασκευή η λαική αγορά της πόλης. Δεν χρειάστηκε πολύ ώρα για να βρεθεί να περπατάει ανάμεσα στους πάγκους των πωλητών ... Άλλοι πουλούσαν λαχανικά με προέλευση κάποιο διπλανό χωριό, άλλοι ρούχα πολύχρωμα, άλλοι είδη προικός, άλλοι μπαχαρικά μου μοσχομύριζαν κι άλλοι...κι άλλοι... Μια μικρή Βαβέλ, εντός μιας μικρής λουτρόπολης...
"Κάτι μικρό, μέσα σε κάτι άλλο μικρό", σκέφτηκε... Και άνθρωποι...πολλοί άνθρωποι, να προσπαθούν να επιβιώσουν. "Αυτός ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας"...Σκέφτηκε τα λόγια του Οδυσσέα Ελύτη, καθώς κοιτούσε γύρω του. Παζάρεψε και πήρε από ένα πάγκο, δυο μικρά βαζάκια με αρώματα φτιαγμένα λέει με οικολογικό τρόπο, από βότανα της φύσης... Τα πάντα στις λαικές είναι παζάρι... Άλλωστε το άλλο όνομα των λαικών είναι "παζάρι"." Θα πάω στο παζάρι", έλεγε η μητέρα  στον πατέρα του και εννοούσε θα πάω για ψώνια... Μόλις πήρε τα δυο βαζάκια στα χέρια του, χαμογέλασε... Κοιτάζοντας τα του φάνηκε σαν να τα είχε φτιάξει κάποια ερχόμενη από το παρελθόν καλή μάγισσα...
   Στάθηκε σε ένα παραδοσιακό καφενείο, παράγγειλε έναν Ελληνικό καφέ...Όταν βρισκόταν σε τέτοιους χώρους, προσαρμοζόταν...Λαική η αγορά, λαικοί οι άνθρωποι, λαικά τα ποτά, λαικός και ο καφές... Έβγαλε ένα μικρό μπλοκάκι από την τσάντα του και κάτι σημείωσε...Ίσως κάτι που θα χρησιμοποιούσε μετά σε κάποιο από τα γραπτά του. Και έμεινε αρκετή ώρα εκεί, πίνοντας τον καφέ του και κοιτάζοντας τον κόσμο να πάει και να ρχεται. Του άρεσε αυτή η μοναξιά, εντός ενός άγνωστου συνόλου. Πολλές φορές την επεδίωκε κιόλας. Είχε φίλους, όχι πολλούς. Στις παρέες έδινε την ψυχή του, αλλά κατά βάθος, αποζητούσε την ηρεμία.
   Μετά πήρε περπατώντας αργά τον δρόμο ξανά προς το λιμάνι. Ο αέρας είχε μειωθεί αισθητά, δίνοντας την σκυτάλη του, στην πρώτη ζέστη ενός φρέσκου καλοκαιριού, που χτυπούσε ρυθμικά τις πόρτες των ανθρώπων. Στον δρόμο μια μπουγάτσα στο πόδι... Αυτή η επιστροφή και η σκέψη της Άννας του είχε κόψει την όρεξη για φαγητό πολύ. Ήταν ξανά ερωτευμένος ή πιο σωστά, δεν είχε σταματήσει να είναι ποτέ. Σε λίγη ώρα ήτα ξανά στο δωμάτιο του.
...
   Η Άννα πέρασε ένα δημιουργικό πρωινό...Οι τεχνικοί, της τοποθέτησαν τα μηχανήματα όπως τα ήθελε στο ιατρείο της, εξέτασε και τέσσερα παιδάκια, έφτιαξε και το γραφείο της έτσι ώστε να είναι λειτουργικό. Έκλεισε δέκα λεπτά πιο νωρίς, για να κάνει ένα πέρασμα από τα γραφεία της εφημερίδας της πόλης, όπου άφησε για να δημοσιευθεί μια γνωστοποίηση της έναρξης της λειτουργίας του ιατρείου της. Έπειτα πήγε στην Δώρας, όπου ήταν καλεσμένη για φαγητό. Εκεί η Δώρα και η μητέρα της, την καλο δέχτηκαν . Δεν απέφυγαν να την ρωτήσουν για το αν πήγε στην εκδήλωση του Αναστάση. Εκείνη τους απάντησε θετικά και σε πιο εξειδικευμένες ερωτήσεις που της έκαναν έδινε λιτές απαντήσεις... Σίγουρα η Δώρα και η μητέρα της, χάρηκαν για κείνη και χάρηκαν ακόμη πιο πολύ, που την είχαν δίπλα τους... Είναι πολύ σπουδαίο πράγμα να περιστοιχίζεται κανείς από ανθρώπους, που τον καταλαβαίνουν.
   Επόμενη στάση, ήταν το σπίτι της. Εκεί προσπάθησε να ηρεμήσει, να ανανεωθεί. Έκανε ένα μπάνιο και έμεινε τυλιγμένη με την μεγάλη της πετσέτα, να κοιτάζει ένα άλμπουμ με παλιές φωτογραφίες. Αυτό το άλμπουμ των αναμνήσεων,που είχε σταματήσει να το ενημερώνει πάρα πολλά χρόνια πριν, το κουβαλούσε πάντα μαζί της. Τελευταία φωτογραφία, μια φωτογραφία με τον Αναστάση, έξω από ένα θερινό σινεμά. Ίσως είχε φτάσει η ώρα να αρχίσει να το ενημερώνει ξανά με στιγμιότυπα της νέας της ζωής. Προσπάθησε να ονειρευτεί αυτή την ζωή, με τον Αναστάση και πάλι δίπλα της. Άφησε την πετσέτα της να πέσει και έσφιξε το άλμπουμ πάνω στο γυμνό της στήθος.
...
   Η ώρα είχε περάσει χωρίς ο Αναστάσης να το καταλάβει καν... Έτσι ξεκίνησε να περπατά προς το μικρό πάρκο των ιαματικών λουτρών. " Να και ένας δρόμος, που ο χρόνος δεν τον άγγιξε", σκέφτηκε.
Και πράγματι ο δρόμος ήταν όπως παλιά, με τα πετρόχτιστα τα σπίτια να στοιχίζονται όμορφ δεξια και αριστερά του και γύρω από τα σπίτι, αυλόγυροι με γκαζόν και όμορφα δέντρα. Ανάσανε δυνατά, το στήθος του γέμισε με καθαρό αέρα. Δεν πέρασε πολύς χρόνος και  είχε φτάσει στην είσοδο του πάρκου. Μπήκε μέσα. Πόσο είχε αγαπήσει αυτους τους φιδωτούς δρόμους, που διαπλεκόταν κάτω από την σκιά των μεγάλων δέντρων και πόσους περιπάτους είχε κάνει με την Άννα εκεί παλιά...
   Ο ήλιος είχε κατέβει στον ορίζονται. Τα πουλιά έδειχναν να  απολαμβάνουν αυτή την ροή του προς την δύση, τραγουδώντας... Στάθηκε, κοίταξε τον χώρο. Τα δυο κτίρια ήταν όμοια όπως παλιά. Το κτίριο των λουτρών ψηλό και επιβλητικό και πάντα κατάλευκο, ενώ το αναψυκτήριο ήταν ολοστρόγγυλο με αμέτρητους μικρούς κίονες Ιωνικού ρυθμού γύρω του, να το στηρίζουν. Και γύρω - γύρω τραπεζάκια... Πιο δίπλα μια παιδική χαρά και μικρά παιδιά να παίζουν. Με την μικρή του φωτογραφική μηχανή, τράβηξε δυο- τρια στιγμιότυπα. Ήθελε να έχει κ΄τι να κάνει, μέχρι να έλθει η Άννα."Όμορφο μέρος...κάποια μέρη υπάρχουν, για να κάνουν τους ανθρώπους να ηρεμούν, με όπλο τους την ομορφιά", σκέφτηκε...
   Σε λίγο είδε την Άννα, που έφτανε σιγά - σιγά. Φορούσε ένα κοντό, λευκό, ριχτό φόρεμα, που τόνιζε την Δωρική της ομορφιά. Τα μαλλιά της μαύρα και μακριά, έπεφταν πάνω στους ώμους της, ενώ που και που το ελαφρύ αεράκι,τα έκανε να τρεμοπαίζουν και το μακιγιάζ της ήταν διακριτικό ως και ανύπαρκτο. Ο Αναστάσης κοίταζε την φιγούρα της καθώς εκείνη πλησιάζοντας μεγάλωνε...
   Συναντήθηκαν εμπρός στο μικρό συντριβάνι του πάρκου. Η Άννα του χάρισε αμέσως ένα γλυκό χαμόγελο. Εκείνος της έπιασε το χέρι και το τράβηξε προς τα πάνω, δείχνοντας ένα θαυμασμό.
   -Όμορφη, πολύ όμορφη, της είπε χαμογελώντας.
   - Ευχαριστώ! Είπε εκείνη, χαμηλώνοντας λιγάκι το βλέμμα.
   - Αναστάση και συ είσαι όμορφος. Ξέρεις και εμείς οι γυναίκες, θαυμάζουμε το όμορφο και από την πείρα μου, οι πιο πολλές είμαστε πολύ εγωίστριες για να το παραδεχθούμε δημόσια...συμπλήρωσε, χαμογελώντας παιχνιδιάρικα...
   Ο Αναστάσης γέλασε και της χάρισε μια αγκαλιά.
   - Πάμε να καθίσουμε, της είπε...
   Κάθισαν στις πολυθρόνες του αναψυκτηρίου, από τα ηχεία ακουγόταν Γαλλική μουσική της δεκαετίας του εξήντα. Παράγγειλαν δυο εσπρέσο. Ο Αναστάσης κρατούσε πάντα το λεπτό της χέρι, χαιδεύοντας τις φλέβες που το διέτρεχαν και που σαν ανάκατα βραχιολάκια το στόλιζαν...
   -Πως ήταν η μέρα σου; τον ρώτησε...
   -Μ! Ενδιαφέρουσα μπορώ να πω... Πήγα στην λαική αγορά σας... Σημείωσα κάποια πράγματα, που θα τα χρησιμοποιήσω  σε κάτι που γράφω, της απάντησε.
   Μετά έβαλε το χέρι στο μικρό του τσαντάκι και έβγαλε τα δυο βαζάκια με τα αρώματα, που είχε αγοράσει το πρωι.
   -Για σένα...Είναι λέει φτιαγμένα λέει από φυτικά, οικολογικά συστατικά...της είπε και της τα πρόσφερε...
   Η Άννα τα πήρε και για να τον ευχαριστήσει του έδωσε ένα γρήγορο φιλί στο μάγουλο...
   - Ευχαριστώ! Του είπε γελώντας.
   Πάντα έτσι ήταν ο Αναστάσης με τα δώρα του... Ότι απίθανο και από την πιο παράξενη πηγή...
   -Πως πέρασαν έτσι τα χρόνια Άννα, σαν νερό από βρύση που τρέχει ασταμάτητα. Σαν να ήταν μόλις χθες που παίζαμε γύρω από το απέναντι συντριβάνι, σαν να ήταν χθές που αγκαλιασμένοι στο λιμάνι, μετρούσαμε τις διαδρομές ρου φέρυ μπόουτ "Ξιφίας"...Και σήμερα πάλι εδώ, μεγάλοι πια και ώριμοι...
   Είχε σοβαρέψει αρκετά ο Αναστάσης καθως μιλουσε και η φωνή του πρόδιδε μια συναισθηματική φόρτιση...
   -Σημασία έχει πως είμαστε εδώ Αναστάση. Εμείς και το μέλλον. Η αξία του παρελθόντος είναι μόνο ότι έχει να μας διδάξει, ώστε να γίνουμε καλύτεροι και να υπερβούμε λάθη και ατολμίες του χθες. Η αγάπη θέλει υπομονή, ρήξη και τόλμη, είπε η Άννα και του χαιδεψε αυτή, τούτη την φορά το χέρι..
   Ο Αναστάσης χαμογέλασε σχετικά αμήχανα και προτίμησε να κοιτάξει το φλιτζάνι του καφέ του, αντί εκείνη, σαν να ντρεπόταν για κάτι που έκανε ή μάλλον για κάτι που δεν έκανε στο παρελθόν.
   -Λένε κάποιοι, πως στη ζωή μας τίποτε δεν είναι δεδομένο. Όλα εξαρτιούνται από στιγμές, λάθη και αλλαγές. Δεν θέλω να το πιστεύω Άννα αυτό. Ίσως είναι κάποιος κανόνας. Εγώ ζητώ τις εξαιρέσεις, γιατί εκεί είναι η αγάπη. Για μένα ότι αγαπώ είναι δεδομένο, είναι καρδιά, είναι ψυχή. Πιστεύω πως συμφωνείς...της είπε κοιτάζοντας την αυτή την φορά βαθιά μέσα στα μάτια...
   Εκείνη δάκρυσε και χώθηκε στην αγκαλιά του..
   -Αγάπη μου, σε ξαναβρήκα την στιγμή που σε είχα ανάγκη πιο πολύ από ποτέ. Είναι τύχη; Είναι Θεός; Δεν με νοιάζει. Μόνο μην φύγεις από κοντά μου. Αν είχα την δύναμη, θα ήθελα να βλέπω το πρόσωπο σου, στα πρόσωπα όλων των ανθρώπων.
   Εκείνος την έσφιξε πάνω του, φιλώντας την στο μέτωπο. Ήταν από τις στιγμές που τα λόγια, ήταν πλέον περιττά. Ο ήλιος πλέον είχε χαθεί και το μαύρο χρώμα είχε καλύψει τον καλοκαιρινό ουρανό. Γύρω τους, τα μικρά παιδιά, έπαιζαν, με τον ίδιο τρόπο, που έπαιζαν και κείνοι όταν ήταν παιδιά. Από μακριά ακούγονταν η μπάντα του Δήμου, να παίζει κάποιο μουσικό κομμάτι.
   Ο Αναστάσης πλήρωσε τους καφέδες και πήραν μαζί τον δρόμο, που θα τους έβγαζε ξανά στην παραλία. Η Άννα του έλεγε στο δρόμο για τον αγώνα που είχε δώσει, για να διατηρήσει η λουτρόπολη εκείνο το γραφικό πρόσωπο, που την έκανε να ξεχωρίζει από τις άλλες.
   - Καλέ μου, εμπόδια πολλά...Παντού εμπόδια... Πολυεθνικές, επιχειρηματίες, παρασυρμένος κόσμος, συμφέροντα... Κυρίως αυτό...συμφέροντα. Άνθρωποι που έλεγαν πως είναι φίλος, ξαφνικά όταν πήγαινες να κάνεις κάτι καλό, αλλά το οποίο τους χαλούσε κάποια σχέδια, έκαναν πως δεν σε ήξεραν και γινόταν οι πιο σκληροί εχθροί σου. Και αν είχαν πρόσβαση σε μαζικούς χώρους, σε παρουσίαζαν σαν ένα από τα τέρατα της αποκάλυψεως, μονολόγησε για λίγο η Άννα...
   -Το έχω ξαναπεί Άννα μου. Ο άνθρωπος πλέον χτίζεται επάνω σε μια ατομικότητα. Και εμείς οι λεγόμενοι διανοούμενοι και εσείς οι τίμιοι πολιτικοί, πρέπει πρώτα αυτό το πράγμα να σκεφτόμαστε. Ίσως ο πρώτος στόχος μιας μοντέρνας επανάστασης, να είναι η πτώση της ατομικότητας. Ο Δεύτερος, θα είναι η ποιότητα... Αλλά για να γίνει αυτό, πρέπει να γίνει εκμετάλλευση και αυτής της ίδιας της ατομικότητας, με την έννοια της προσωπικής βελτίωσης και της δυνατότητας του να βλέπουμε τις παγίδες που είναι πάντα εμπρός μας, της απάντησε.
   Είχανε πια βγει στον παραλιακό δρόμο. Ένα παιδάκι, τους χαμογέλασε. Ο Αναστάσης έπαιξε λίγο μαζί του, κάνοντας παράξενες γκριμάτσες. "Να σας ζήσει!" Είπε στην μητέρα του, που το συνόδευε. Εκείνη του χαμογέλασε. Απέναντι ο ουρανός είχε γεμίσει από πυροτεχνήματα, με τα φωτάκια τους να αλλάζουν χρώματα και να γίνονται πότε μπλε, πότε κόκκινα και πότε λευκά, μέχρι να σβήσουν. Κάποιος γάμος ή κάποια γιορτή θα γινόταν κάπου κοντά...
  -Τα αγαπάς τα παιδιά; Ρώτησε η Άννα.
   -Ναι Άννα, τα αγαπώ και όλοι πρέπει να τα αγαπάμε. Αγαπώντας τα παιδιά, αγαπάμε το μέλλον, την εξέλιξη, την αγνότητα, την ομορφιά...
   Η Άννα έβαλε το χέρι της στην πλάτη του.
   - Μην φύγεις, μην μ΄ αφήσεις, του είπε ξανά...
   Έφτασαν στην προβλήτα. Πέντε παιδιά με τα καλάμια τους, προσπαθούσαν να πιάσουν μικρούς σπάρους και δυο ζευγάρια έκαναν βόλτα τα μικρά τους, σέρνοντας μικρά καροτσάκια. Ο Αναστάσης και η Άννα, σταμάτησαν στο τέλος του μόλου. Ο Αναστάσης την αγκάλιασε, αναζήτησε το στόμα της, την φίλησε αργά και βαθιά... Ο χρόνος γιαυτούς σταμάτησε. Ένα ταχύπλοο έντυνε με την μελωδία της μηχανής του την σκηνή, με το λειψό φεγγάρι να τους συντροφεύει... Τ ο καλοκαίρι, μόλις είχε φτάσει...
   Περνώντας η ώρα, συνέχισαν να περπατούν, αυτή την φορά προς το ξενοδοχείο. Οι σταγόνες από τα κύματα, που έσπαγαν πάνω στην τσιμεντένια προκυμαία, τους δρόσιζαν...
   - Δεν θα φύγεις, έτσι δεν είναι;Ρώτησε με ύφος όλο παράπονο η Άννα.
   Ο Αναστάσης χαμογέλασε και της αγκάλιασε τους ώμους.
   -Όχι, δεν θα φύγω, της είπε.
   -Τότε γιατί να μένεις στο ξενοδοχείο; Έλα να μείνουμε μαζί, είπε η Άννα με ναζιάρικο τρόπο. Μόνο στην Αναστάση, μπορούσε να μιλάει με αυτό τον τρόπο.
   -Έχεις δίκαιο, είπε ο Αναστάσης και κάνοντας της ένα νόημα, συμπλήρωσε:
   -Πάμε να πάρουμε τα πράγματα μου από ξενοδοχείο.
   Έφτασαν στο ξενοδοχείο. Ο Αναστάσης μάζεψε τα πράγματα του, πλήρωσε τον λογαριασμό και δυο τους πήραν τον δρόμο για το σπίτι της Άννας, που ήταν μόλις δυο δρόμους μετά. Η Άννα είχε αρπάξει την μια από τις δυο τσάντες και περπατούσε χοροπηδώντας στον άδειο νυχτερινό δρόμο. Δεν άργησαν να φτάσουν. Δεν είχε αλλάξει δραματικά κάτι. Το σπίτι της Άννας, ήταν πάντα εκεί, πάνω από τον παραδοσιακό φούρνο της λουτρόπολης, με ένα υπέροχο μπαλκόνι, από το οποίο μπορούσε κανείς να δεί κανείς τους γύρω δρόμους, αρκετά σταυροδρόμια και στο βάθος την απέραντη θάλασσα.
   Η Άννα  ξεκλείδωσε. Ο Αναστάσης της έκανε  ένα κοπλημέντο για το πόσο όμορφα λουλούδια είχε στο μπαλκόνι της. Εκείνη, χαμογελώντας του είπε πως ήταν έργο της ξαδέλφης της, της Δώρας.
   Μπήκαν μέσα, τακτοποίησαν τα λίγα του πράγματα. Είχε γίνει ακόμη ένα βήμα. Και να που θα έμεναν πλέον μαζί και όλα τόσο γρήγορα...Όχι δεν τους επιβράβευε κάποιο σύμπαν, αλλά η πίστη, η σταθερότητα και η αγάπη του. Όταν ξέρει κανείς που είναι η αγάπη του, δεν πρέπει να την ψάχνει κάπου αλλού.
   -Όμορφη διακόσμηση, είπε ο Αναστάσης.
   -Και αυτό έργο Δώρας,απάντησε και συμπλήρωσε: αύριο Σάββατο, είμαστε κλειστά και η Δώρα με την μαμά της, με έχουν καλέσει το πρωί για καφέ στην παραλία, στο "Άρτιον"...
   -Πρέπει να έλθω κι εγώ; ρώτησε εκείνος.
   -Φυσικά και πρέπει να έλθεις, θα χαρούν πάρα πολύ να σε δουν, δεν ξέρεις πόσο σε αγαπάνε, είπε εκείνη, αγκαλιάζοντας τον από τον λαιμό, και πατώντας στις μύτες των ποδιών της, για να φτάσει τα χείλη του...
   Φιλήθηκαν, μετά βγήκαν το μπαλκόνι... Η πόλη σιγά - σιγά πήγαινε για ύπνο. Παρέες ανέβαιναν από την παραλία, προς το κέντρο της πόλης. Μια νυχτερίδα πέταξε προς την απέναντι οικία, ενώ το βλέμμα του Αναστάση, είχε καρφωθεί για ώρα επάνω στον φωτισμένο σταυρό του καμπαναριού της εκκλησίας, που φαινόταν από μακριά. Η Άννα στηρίχθηκε στον ώμο του.
   - Τι κοιτάζεις; Τον ρώτησε.
   -Την Εκκλησία στο βάθος! Κοίταξε αγάπη μου, πως στέκει απέναντι μας, μας κοιτάζει, δίνοντας μας μια αφορμή για να σκεφτούμε, πως είμαστε κι εμείς στίγματα, ΄που ορίζουμε όπως και εκείνη την ιστορία αυτού του τόπου. Την μικρή και την μεγάλη που συνδέεται τελικά με τις μικρές δικές μας, τις σχεδόν ασήμαντες ιστορίες. Πάντοτε οι εκκλησίες και οι θρησκευτικές μας παραδώσεις ήταν πράγματα που μας εννώνανε.
   -Και οι άλλες θρησκείες; Ρώτησε η Άννα.
   - Και οι άλλες θρησκείες είναι σεβαστές. Όταν γνωρίζεις και σέβεσαι την θρησκεία του άλλου, όταν γνωρίζεις τα έθιμα και τις συνήθειες των άλλων λαών, τότε μπορείς να  καταλάβεις πως πόση αξία έχει η φιλία μεταξύ λαών διαφορετικών και το πόσο δημιουργικό είναι αυτό.Αρκεί να υπάρχει μόρφωση...
   Η Άννα του χάιδεψε το μάγουλο. Μπήκαν στο σπίτι. Άλλαξαν ρούχα. Σε λίγο θα κοιμόταν μαζί και θα ήταν η πρώτη φορά, μιας και μικροί δεν τα είχαν καταφέρει. Η Άννα φόρεσε ένα όμορφο κοντό νυχτικάκι, ενώ ο Αναστάσης κάτι σπορ. Πρώτος ξάπλωσε εκείνος, έχοντας στο χέρι του ένα από τα πρώτα αντίτυπα του νέου του βιβλίου, που θα κυκλοφορούσε σε λίγο καιρό και το περιεργαζόταν, κοιτάζοντας πότε το εξώφυλλο, πότε την ποιότητα του χαρτιού του. Μετά το φυλλομετρούσε ...
   -Τι είναι αυτό, τον ρώτησε η Άννα.
   -Το νέο μου βιβλίο. Μια μελέτη πάνω στο πόσο προφητικοί γίνονται πολλές φορές οι στίχοι των ποιητών.
   Ξάπλωσε δίπλα του, του πήρε το βιβλίο από το χέρι. Μετά τον φίλησε.
   -Είσαι σπουδαίος άνθρωπος. Το απόγευμα όταν σε είδα να παίζεις, συγκινήθηκα πολύ. Ένα παιδί. Ναι! Ένα παιδί, θέλω ένα παιδί Αναστάση, του είπε συγκινημένη.
   Εκείνος δεν μίλησε. Την αγκάλιασε, τα χέρια του περιπλανήθηκαν στο κορμί της. Έγιναν ένα, ήταν ένα, πάντα!
   Είχε πλέον ξημερώσει, ο Αναστάσης, είχε ξυπνήσει νωρίς, έφυγε με τρόπο από το κρεβάτι,προσπαθώντας να μην την ξυπνήσει. Έμεινε λίγο να την κοιτάζει καθώς κοιμόταν γυμνή, μετά τις ερωτικές στιγμές που έζησαν το βράδυ που είχε περάσει. Έδωσε στην γυμνή της πλάτη ένα φιλί, μετά ντύθηκε και κατέβηκε κάτω, στον φούρνο. Πήρε γάλα, πίτες και σαμπλέ μαρμελάδας. Γύρισε πάνω και τα αράδιασε επάνω στο τραπέζι της κουζίνας. Έξω τα αυτοκίνητα που περνούσαν, έδιναν συναυλία με τις κόρνες τους. Στάθηκε στο παράθυρο, σε λίγο ένοιωσε μια αναπνοή στο λαιμό του και δυο χέρια να αγκαλιάζουν το στήθος του, ενώ ένα γυμνό κορμί κολλούσε στην πλάτη του.
   -Καλημέρα αγάπη μου! Είπε η Άννα, με αισθησιακά νυσταγμένη  την φωνή.
   -Καλημέρα, της είπε κι αυτός και την τράβηξε προς το τραπέζι.
   Εκείνη, γυμνή όπως ήταν τον ακολούθησε, δεν συνήθιζε ως τότε να κυκλοφορεί στο σπίτι της γυμνή, αλλά εμπρός του πια και μετά τον έρωτα που είχαν κάνει, είχε αποκαλυφθεί. Ήταν γυμνή εμπρός σε ενα δικό της Θεό. Ο Αναστάσης, την κοίταζε με θαυμασμό. Μόλις κάθισαν, της φίλησαν το χέρι. Ξεκίνησαν να παίρνουν το πρωινό τους...
   - Είμαστε μια διαφορά Άννα, κάτι διαφορετικό, είπε εκέινος, σπάζοντας μια παράξενη σιωπή.
   - Είμαστε ένα παράδειγμα ή μια εξαίρεση; του απάντησε ρωτώντας.
   - Και τα δυο, ήταν η απάντηση του.
   Εκείνη του χάιδεψε  το χέρι. Μια υπέροχη μυρωδιά ψημένου τσουρεκιού, που προερχόταν από τον φούρνο και έμπαινε από τα παράθυρα, σαν ένα καλοδεχούμενο φάντασμα. Η κόρνα από ένα βαποράκι, ακούστηκε από το λιμάνι. Η ώρα είχε κάπως περάσει...
   - Θα πρέπει να πάμε για τον καφέ με την Δώρα και την μητέρα της, θα μας περιμένουν, είπε ο Αναστάσης.
   Η Άννα χαμογέλασε. Σηκώθηκε και του έδωσε ένα φιλί ακόμη και πήγε να ντυθεί. Ντύθηκε και ο Αναστάσης. Εκείνη φόρεσε ένα λινό ημίκοντο δροσερό φουστάνι, λευκά πέδιλα και ψάθινο καπέλο, ενώ εκείνος ένα μπλε μπλουζάκι, μια σπορ μακριά τζιν βερμούδα και πάνινα παπούτσια. Σε λίγο ήταν ήδη έξω από το σπίτι.
   - την θαύμαζα πάντα την ξαδέλφη σου, την ζήλευα για τον τρόπο που τόσο εύκολα μάθαινε και μιλούσε ξένες γλώσσες, είπε γελώντας ο Αναστάσης...

   - Ταλέντα ειν αυτά αγάπη μου, είπε χαμογελώντας η Άννα.
   Οι δρόμοι είχαν πολύ κόσμο. Άλλοι πήγαιναν εδώ και άλλοι εκεί. Άλλοι για να κάνουν τα τελευταία ψώνια της εβδομάδας, άλλοι για έναν ήρεμο καφέ, οι νέοι για να φλερτάρουν και τα παιδιά για το παιχνίδι τους.
   Η Άννα χαιρέτησε στο κάποιους γνωστούς της καθώς περπατούσαν στο δρόμο, σε λίγο θα έβγαιναν στο "ΆΡΤΙΟΝ", μια ρετρό καφετέρια στην άκρη της παραλίας, λίγο μετά από την εκκλησία. Περπατούσαν χέρι - χέρι...και σε λίγο έφτασαν Η Δώρα με την μητέρα της ήταν ήδη εκεί. Η Δώρα φορούσε ένα τζόκει καπέλο, με θ ξανθά μαλλιά της να χύνονται στο πίσω μέρος του κεφαλιού της... Μια βερμούδα και ένα πόλο μπλουζάκι, ήταν το υπόλοιπο της ντύσιμο, ένω η μητέρα της φορούσε ένα απλό φουστάνι και ψάθινο καπέλο.
   -Έκπληξη! Φώναξε χαμογελώντας η Άννα μόλις έφτασαν. Κοιτάξτε ποιόν σας έφερα; Συμπλήρωσε...
   Ο Αναστάσης  άκούμπησε το δεξί του χέρι στο μέρος της καρδιάς και έσκυψε, χαιρετώντας με αυτό τον τρόπο. Η Δώρα σηκώθηκε, πρώτα αγκάλιασε την Άννα, μετά τον Αναστάση. Τον θαύμαζε και τον αγαπούσε, σε αντίθεση με άλλα μέλη της οικογένειας  που έτρεφαν γιαυτόν μεγάλο μίσος, αλλά που πλέον απουσίαζαν.
   Κάποιες δορές είχε πιάσει τον εαυτό της, να είναι ερωτευμένη μαζί του, αλλά έπνιγε μέσα της αυτό τον έρωτα και εκτονώνονταν στο να βοηθάει την Άννα, να μην το ξεχνά. Ίσως μέσω της Άννας, απολάμβανε ψυχικά τον έρωτα της για εκείνον.. Αγκαλιάζοντας τον η καρδιά της χτύπησε παράξενα.
   -Δώρα μου, είσαι κούκλα...της έκανε κοπλημέντο ο Αναστάσης.
   -Σε ευχαριστώ Αναστάση και εσένα σε βρίσκω υπέροχο, απάντησε.
   Μετά χαιρετήθηκαν με την κυρία Όλγα. Εκείνη φίλησε συγκινημένη τον Αναστάση καλωσορίζοντας τoν...
   Κάθισαν όλοι στο τραπέζι, που έβλεπε στην θάλασσα.
   Απέναντι τους έβλεπαν τους ψαράδες να καθαρίζουν τα δίχτυα τους. Που και που κάποιο γλαροπούλι, ορμούσε για να φάει κάποιο περισσευάμενο ψάρι. Η μέρα ήταν ζεστή. Η κυρία Όλγα έσπασε την σιωπή.
   - Η πρώην πολιτικός και ο αιώνιος διανοούμενος, είπε χαμογελώντας.
   Ο Αναστάσης έβγαλε από την τσάντα του το βιβλίο του, που περιεργαζόταν το προηγούμενο βράδυ, έγραψε πάνω του μια αφιέρωση και της το χάρισε. Εκείνη το κοίταξε με μεγάλο ενδιαφέρον.
   -Μπράβο παιδί μου. Τόσα χρόνια σε καμάρωνα από μακριά, δεν ξέρεις πόσο χαίρομαι που σε βλέπω. Αχ αυτός ο τόπος πια...ελάχιστοι άνθρωποι του πνεύματος του απομείνανε, είπε η Κυρία Όλγα αναστενάζοντας.
   -Κυρία Όλγα, πάντοτε η ίδια! Πιστεύω, δεν μένει "σοβαρή" κυριακάτικη εφημερίδα, που να μην την  ξεκοκαλίζετε  και να μην την σχολιάζετε όλη την εβδομάδα...την πείραξε χαμογελώντας ο Ανατάσης και συμπλήρωσε:
   -Είναι απλά τα πράγματα.Όταν οι θεσμοί της παιδείας και της οικογένειας δεν λειτουργούν, οι νέοι άνθρωποι οδηγούνται σε άλλα μονοπάτια, πολλές φορές και αυτοκαταστροφικά και έτσι ενώ μπορεί να αυξάνεται η παραγωγή υλικών αγαθών (που πολλές φορές μένουν αδιάθετα, οδηγώντας οικονομίες σε μεγάλα κραχ), η παραγωγή ιδεών και τέχνης, μειώνεται δραματικά. Ζητούν πια μόνο επιστήμονες που θα εργάζονται στις μηχανές, σαν μηχανές, μα οι τέχνες, οι ιδέες και ο πολιτισμός απαιτούν σκέψη, αλλά η σκέψη είναι εχθρός του συστήματος και κάθε συστήματος τελικά. Κυρία Όλγα μου, είναι επικίνδυνο να σκέφτεσαι πια και ειδικά να σκέφτεσαι κάπως αιρετικά.
   Η Δώρα τον κοίταζε με μεγάλο ενδιαφέρον, κρύβοντας τον κρυφό της πόθο, πίσω από τα μεγάλα μαύρα της γυαλιά, ενώ η Άννα χαμογελουσε νοιώθοντας ευχάριστα για την συνάντηση αυτή.
  Ο ήλιος ανέβαινε σιγά -σιγά. Ένα ελαφρύ αεράκι είχε σηκωθεί και από τα κατάρτια των ιστιοφόρων, έρχονταν ήχοι, που θύμιζαν σήμαντρα μοναστηριών.Όλη την ώρα η Δώρα είχε καρφωθεί επάνω στον Αναστάση. Ήξερε καλά, πως ποτέ δεν θα τον είχε, ενώ αγαπούσε πολύ και την ξαδέλφη της. Ήταν πέντε χρόνια πιο μικρή απ εκείνη και όταν εκείνος είχε φύγει ήταν μικρή ακόμη, αλλά μαζί του τα πήγαινε πολύ καλά και τον πείραζε γιατί παρότι μικρούλα, είχε μάθει να μιλά Γερμανικά πιο καλά απο εκείνον.Μετά ήταν ο αγγελιοφόρος μεταξύ αυτού και της Άννας, μεταφέροντας τα ραβασάκια που αντάλλασαν εκείνοι μεταξύ τους, μυστικά από τους ανθρώπους της οικογένειας της Άννας. Και που ο Αναστάσης έφυγε, εκείνη συνέχεισε ν τον παρακολουθεί, πολλές φορές δε τον έκανε και πρωταγωνιστή στα ερωτικά της όνειρα. Μα πάντα κρατούσε τον εαυτό της στην σκιά, δείχνοντας σεβασμό στην αγαπημενη της  ξαδέλφη. Πολλές φορές όταν σπούδαζε στην Αθήνα, είχε πάει σε εκδηλώσεις όπου ομιλητής ήταν ο Αναστάσης, αλλά πάντα κρατούσε απόσταση ασφαλείας... Έτσι καταπίεζε τον εαυτό της, κρατώντας τον πόθο της μυστικό, αλλά και αυτή την ανιδιοτελή αγάπη, δεν την μάζευε για να την χαρίσει κάπου αλλού, ούτε και την απέρριπτε. Απλά ρύθμιζε την ζωή της πάνω σ αυτή.
   -Δώρα τι κάνεις; Εδώ δουλεύεις; Παντρεύτηκες; Ρώτησε ο Αναστάσης.
   -Ναι εδώ, έχω φροντιστήριο ξένων γλωσσών, αρκέστηκε να απαντήσει η Δώρα.
   Δυο παιδιά που περνούσαν, φώναξαν : "γειά σας Κυρία!", απευθυνόμενα στην Δώρα. Εκείνη χαμογέλασε και τα έγνεψε με το χέρι της. Χαμογέλασαν και οι άλλοι.
   Την συμπαθούσε πολύ την Δώρα ο Αναστάσης. Άλλωστε αυτή και η μητέρα της στις δύσκολες ημέρες που είχε κυνηγηθεί από τους γονείς της Άννας, του είχανε συμπαρασταθεί πάρα πολύ και παρότι συγγενείς της Άννας δεν μπήκαν ποτέ εμπόδιο σε αυτή την σχέση, κάτι που έκαναν όλοι οι άλλοι. Τότε δεν την είχε δει ερωτικά, την έβλεπε πιο πολύ σαν μαθήτρια του ή σαν αδελφή του,που δεν είχε. Τώρα την έβλεπε πια γυναίκα όμορφη  και τα συναισθήματα για εκείνη παρέμεναν τα ίδια.
   Είναι φορές, που η αγάπη μεταξύ δυο ανθρώπων, για τον καθένα από τους δυο, σημαίνει και κάτι διαφορετικό. Το σημαντικό όμως είναι να υπάρχει και να διατηρείται ζωντανή.
   -Μετά αυτό το βιβλίο Αναστάση μου, τι μας ετοιμαζεις; Ρώτησε σπάζοντας την γενική σιωπή η κυρία Όλγα.
   -Κυρία Όλγα, δεν το έχω αποφασίσει ακόμη. Πιστεύω πως θα είναι κάτι που θαέχει σχέση με τονλαικό μας πολιτισμό. Μια βόλτα που έκαμα χθες στην λαική σας αγορά, μου έδωσε πολλά ερεθίσματα, απάντησε ο Αναστάσης.
  -Λαική μας θέλεις να πεις, αφού και εσύ εδώ μένεις πια, τον πείραξε γελώντας η Άννα.
  -Λαική μας , πολύ σωστά.Εγώ μένω πια εκεί που μένει η αγάπη, απάντησε χαμοφελώντας.
   Η κυρία Όλγα, του έπιασε το χέρι.
   -Την ευχή μου να χεις παλικάρι μου, του είπε.
   Η Δώρα ρούφηξε λίγο από τον καφέ της." Εκεί που είναι η αγάπη", σκέφτηκε. Αλήθεια... Η αγάπη. Η αγάπη της Άννας, η αγάπη η δική της...
   Η ώρα είχε περάσει. Ο Αναστάσης πρότεινε να πάνε στο "Βυζαντινό", για να φάνε. Προθυμοποιήθηκε να τους κάνει το τραπέζι. Συμφώνησαν...Περπάτησαν μέχρι δίπλα που ήταν το ρεστοραντ "Βυζαντινό". Παράγγειλαν πίτσα και μπύρες. Γύρω του έτρωγαν οι πρώτοι τουρίστες του καλοκαιριού, που είχανε φτάσει την λουτροπολη.
   Έτσι ήταν τα πρώτα σαββατοκύριακα του καλοκαιριού. Έίχαν μια ξαφνική μεταβολή από τον λίγο κόσμο, στην πολυκοσμία, που δημιουργουσε σημαντικές προσδοκίες για το μέλλον.Για τους εμπόρους στο να έχουν πιο πολύ δουλειά, για τους υπόλοιπους στο να γίνει πιο ανοικτή η κοινωνική τους η ζωή
   -Το βραδάκι στον μόλο, θα έχει μουσική εκδήλωση, θέλετε να πάμε; Πρότεινε η Δώρα.
   Ο Αναστάσης και η Άννα κοιτάχτηκαν, με δυο γκριμάτσες των προσώπων τους, έδειξαν να συμφωνούν.
   -Πάμε...είπε η Άννα.
   -Παιδιά μου, χαίρομαι πολύ που ήλθατε να στολίσετε αυτή εδώ την πόλη, είπε η κυρία Όλγα και σήκωσε το ποτήρι με την μπύρα της, κάνοντας μια πρόποση.
   Σήκωσαν κι οι άλλοι τα δικά τους.
   Ήταν μεσημεράκι και η ζέστη πλέον ενοχλούσε αρκετά. Πλήρωσαν και χώρισαν πηγαίνοτας ανά δυο στα σπίτια τους.
   Η Δώρα δεν σταμάτησε να σκέφτεται τον Αναστάση. Έβλεπε συνεχώς εμπρός της το πρόσωπο του, Φανταζόταν να του χαιδεύει τα μαλλιά και να τον φιλάει, καθώς εκείνος της μιλούσε για κάτι το αόριστο. Έφτασαν στο σπίτι, χώρισαν με την μητέρα της, πηγαίνοτας η κάθε μια στο δωμάτιο της. Γδύθηκε κι έπεσε στο κρεβάτι της. Για ώρα κοίταζε το νταβάνι του δωματίου. Τα μικρά της στήθη, έπαιρναν την κίνηση της αναπνοής της. Δυο δάκρυο κύλισαν από τα γαλανά της μάτια. Αγκάλιασε το μαξιλάρι που είχε δίπλα της και έχωσε μέσα του το κεφάλι της.Μετά τράβηξε το λευκό σεντόνι της ανάμεσα στα λεπτά της πόδια και έμεινε εκεί...
...
Ο Αναστάσης και η Άννα, αφού γύρισαν στο σπίτι, ξάπλωσαν κι αυτοί, φέρνοντας ο ένας το μούτρο του απέναντι στον άλλο, ανταλλάσσοντας γλυκά ερωτόλογα. Έξω ο ήλιος έκαιγε, τα πρώτα τζιτζίκια είχαν πια αρχίσει το τραγούδι τους, ενώ οι ήχοι από το πεζοδρόμιο, έδειχναν πως ο φούρνος απο κάτω θα έκλεινε σε λίγο.Κάτι πήγε να πει ο Αναστάσης, αλλά η Άννα του έκλεισε το στόμα.
   -Ψωμί υπάρχει, για τα άλλα ψώνια τα σούπερ μάρκετ κλείνουν αργά. Θέλω να πάμε μαζί να ψωνίσουμε, το λατρεύω αυτό το πράγμα, το να ψωνίζω δηλαδή με παρέα και τώρα με παρέα την αγάπη μου, ακόμη πιο πολύ.
   Εκείνος την φίλησε, ενώ εκείνη γύρισε μπρούμυτα  και σήκωσε τα πόδια της προς τα επάνω, κινώντας της γάμπες προς τα πίσω.Άρχισε να τα κουνά παιχνιδιάρικα, χαρίζοντας στον Αναστάση την πιο όμορφη θέα από τις όμορφες γάμπες της ενώ με τα χέρια της του χάιδεψε το στήθος.
 ...
  Περνώντας η ώρα, ο δρόμος ηρέμησε.Μια μπουρού από κάποιο βαπόρι ακούστηκε, η κυρία Όλγα είχε αφοσιωθεί στο διάβασμα του βιβλίου του Ανασταση, θαυμάζοντας αυτά που διάβαζε. "Πόσο το είχαν αδικήσει αυτό το παιδί τότε. Αν δεν ήταν έτσι ευγενικός, δεν θα είχε πρόβλημα. Ο κόσμος ζητά καπατσοσύνη...", σκέφτηκε...Και ταξιδεύοντας μέσα από τις αράδες του βιβλίου που διάβαζε, δεν καταλάβαινε την ώρα που περνούσε. "Επιτέλους και λίγη τύχη για τα παιδιά αυτά...", σκέφτηκε και πάλι.
   Η Δώρα είχε μείνει με κλειστά τα μάτια ονειρευόμενη  ταξίδια πάνω στο κορμί και την σκέψη του Αναστάση. Μια δάκρυζε και μια χαμογελούσε. Ενώ περνώντας η ώρα, ακούγονταν οι νέοι, που κατέβαιναν για μπάνιο στην παραλία με τις μιμόζες, που ήταν εκεί κοντά. Η συνάντηση με τα παιδια θα ήταν στις εννιά το βραδάκι. Ζήλεψε, σηκώθηκε, έβαλε το μπικίνι της και από   πάνω ένα παρεό και κίνησε για την παραλία. Φεύγοντας ενημέρωσε την μητέρα της για το που θα πήγαινε. Περπάτησε... Ήταν ευχάριστα. Έπιασε μια ξαπλώστρα. Ο αέρας έκανε τα μαλλιά της να ανεμίζουν. Ένα ελαφρύ κυματάκι, έκανε την θάλασσα να χορεύει. Ανέπνευσε βαθιά....
....
   Από το κρεβάτι σηκώθηκε πρώτη η Αννα. Ντύθηκε φορώντας ένα τζιν παντελόνι κι ένα απλό τισερτ.Ακολούθησε και ο Αναστάσης, φορώντας τα πρωινα...
   -Αγάπη μου, ώρα για ψώνια, του είπε.
   Εκείνος της  έδωσε ένα πεταχτό φιλί και της χαμογέλασε.
   Δεν ήταν μακριά το σούπερ μαρκετ. Μοντέρνο και μεγάλο, από αυτά που είχε γεμίσει η χώρα την εποχή του νεοπλουτισμού και έμειναν να λειτουργούν με πιο χαμηλούς προυπολογισμούς, θυμίζοντας πως τούτος ο τόπος στο πρόσφατο παρελθόν είχε ζήσει και καλές ημέρες. Η Άννα έκαμε τα ψώνια και ο Αναστάσης έσερνε το καρότσι παρατηρώντας την και κάνοντας χαριτωμένα σχόλια... Η Άννα έβλεπε τον εαυτό της, για πρώτη φορά με μάτια διαφορετικά. Έβλεπε πως ζούσε ευτυχισμένες στιγμές και ονειρευόταν ακόμη πιο ευτυχισμένες, στιγμές που θα συνοδευόταν από ένα παιδάκι...
...
   Η Δώρα εκείνο το απόγευμα, την απόλαυσε πραγματικά την θάλασσα. Της είχε λείψει αυτή η ηρεμία και η εκτόνωση που δίνει η πάλη με το νερό και μετά ο ήλιος κι ο αέρας της παραλίας. Ο ήλιος, που πια είχε πέσει πίσω από τα απέναντι βουνά σημάδι για να βγουν πια σχεδόν όλοι οι κολυμβητές στην παραλία...Εκείνη είχε βυθιστεί στην ξαπλώστρα της και άκουγε μουσική μέσα από τα ακουστικά του mp4 της. Πίσω δυο δεκαεξάχρονοι έπαιζαν ακόμη με τις ρακέτες τους. Από την σκέψη της είχε περάσει πολλές φορές η συνάντηση με τον Αναστάση και την ξαδέλφη της. Σε λίγη ώρα θα τους συναντούσε και πάλι. Έριξε πάνω στο κορμί της μια μεγάλη πετσέτα και αφέθηκε, κλείνοντας τα μάτια, ώστε να απολαύσει ολοκληρωτικά το ελαφρύ χάδι του ανέμου και την μυρωδιά της θάλασσας.
   Στο μεταξύ ο Αναστάσης με την Άννα ολοκλήρωσαν τα ψώνια τους και γύρισαν στο σπίτι. Τακτοποίησαν ότι αγόρασαν στα ντουλάπια του σπιτιού και στο ψυγείο και κάθισαν λίγο στον καναπέ του σαλονιού, για να ξεκουραστούν και να ηρεμήσουν. Ο ήλιος είχε δύσει πλέον αποτελώντας ένα ακόμη παρελθόν και τα πουλιά υποδεχόταν την νύχτα τραγουδώντας δυνατά.
   Όταν η ώρα πλησίασε εννιά, η Δώρα γύρισε στο σπίτι της. Η κ. Όλγα την περίμενε καθισμένη στην πολυθρόνα της, αφού πριν είχε καθαρίσει και τακτοποιήσει το σπίτι.
   -Καλώς μου την! Πως ήτανε το πρώτο σου μπάνιο, την ρώτησε.
   -Μαμά ήταν υπέροχα...Υπέροχα...δεν φαντάζεσαι πόσο, της απάντησε η Δώρα με την γλυκιά φωνή της.
   Η μητέρα της χαμογέλασε.
   -Πολύ καλό παιδί αυτός ο Αναστάσης Δώρα μου. Φαινόταν από παιδί πως ήταν διαφορετικός άνθρωπος και προοριζόταν για μεγάλα πράγματα, γιαυτό και αδικήθηκε τότε. Ενώ ο αιμοβόρος ο ξάδελφος σου ο Φίλιππος, έκρυβε πάντα την μοχθηρότητα του, μέσα σε εκείνο το πονηρό και απαίσιο βλέμμα του, που πρώτα μάγευε και μετά ξέσκιζε τις σάρκες των θυμάτων που είχε μαγέψει...
   Η Δώρα έγνεψε καταφατικά. Πράγματι ήταν δυο διαφορετικοί χαρακτήρες, δυο πράγματα αντίθετα. Η αρετή και η κακία, η ηρεμία και η βία, το χάδι και η πυγμή, η ντροπή και το θράσος. "Δεν είναι της τάξης μας, είναι από μέρη ξένα, δεν έχει καμιά δουλειά με την ξαδέλφη μου", έλεγε για τον Αναστάση τότε κραυγάζοντας ο Φίλιππος. Και μετά από λίγο σχεδόν όλοι της οικογένειας κραύγαζαν μαζί του ακριβώς το ίδιο. Και το αποτέλεσμα, πολλά χαμένα χρόνια για την Άννα και τον Αναστάση, που ο ίδιος ο χρόνος πλέον τα διόρθωνε. Αλλά και για την ίδια την Δώρα χαμένα, γιατί είχε χάσει τα στηρίγματα της. Έναν άνδρα που την ένωνε μαζί του ο θαυμασμός, το αίσθημα μιας προστασίας και ένας ευγενής πλατωνικός έρωτας και την ξαδέλφη της, που ήταν το μόνο πλάσμα στην οικογένεια της, που την υπολόγιζε και την σεβόταν."Καλά που είχε και την κυρία Όλγα, την μητέρα της να την στηρίζει", σκέφτηκε. Ο πατέρας της είχε πεθάνει νέος, πνιγμένος μετά από ναυτικό ατύχημα κάπου στις θάλασσες της Μέσης Ανατολής. Έτσι η μητέρα της έγινε και πατέρας για εκείνη και αυτά σκεπτόμενη άρχισα να ντύνεται. Φόρεσε ένα κεραμιδί ριχτό κοντό φουστάνι, ένα κολιέ με πέρλες και πάνω της έριξε ένα μεγάλο μαντίλι από μετάξι, που σκέπαζε τους πανέμορφους της ώμους. Βγήκε από το δωμάτιο, μόλις την είδε η μητέρα της, της είπε:
   -Πολύ όμορφη είσαι σήμερα κόρη μου...και την αγκάλιασε.
   -Εσύ μαμά δεν θα έρθεις; Την ρώτησε.
   -Παιδί μου, πηγαίνετε εσείς, εγώ θα βγω εδώ στην γειτονιά, να δω τις φίλες μου, να μάθω τα κουτσομπολιά που κυκλοφορούν, της είπε και της χάιδεψε τα μαλλιά.
   Η Δώρα, γέλασε...
   -Ότι θέλεις μανούλα μου! Της είπε και της έδωσε μια αγκαλιά.
   Μετά άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω. Πήρε τον δρόμο κατευθείαν προς το λιμάνι.
   Το σαββατόβραδο προμηνυόταν υπέροχο. Μια χαραγματιά, που την έλεγαν φεγγάρι, είχε ξεκινήσει την βόλτα της στον ουρανό. Οι γλάροι έκροζαν χαρούμενοι, έχοντας εντοπίσει κάπου στον θάλασσα κάποιο μικρό κοπάδι από ψάρια....
   Την ίδια ώρα η Άννα με τον Αναστάση κατευθυνόταν και εκείνοι προς το λιμάνι... Ο Ανατάσης φορώντας τζιν και μπλουζάκι και η Άννα  ολόλευκο φόρεμα, με νταντέλες στα μανίκια και στον ποδόγυρο. Περπατούσαν πιασμένοι χέρι - χέρι. Σε λίγο έφτασαν στην παραλία, όπου βρήκαν τη Δώρα να τους περιμένει. Αγκαλιάστηκαν και οι τρεις τους. Μια αγκαλιά με χαρακτήρα ίσως συμβολικό. Δυο μορφές έρωτα που πορευόταν παράλληλα και συμπληρώνοντας η μια μορφή την άλλη.
   Ένα παιδάκι χαιρέτισε την Δώρα.  Η Άννα την πείραξε, λέγοντας πως ήταν πολύ δημοφιλής στους μαθητές της. Η Δώρα χαμογέλασε. Δεν ήταν ψέματα, καθώς είχε το υπέροχο χάρισμα να επιβάλλεται με ευγένεια. Περπατούσαν προς τον χώρο της εκδήλωσης σιγά - σιγά, ενώ πιο δίπλα τρεις τράτες ξεκινούσαν για τον νυχτερινό τους μαραθώνιο. Οι ήχοι από τις μηχανές τους έδιναν ένα τόνο διαφορετικό στο σκηνικό.
   Σε λίγο έφτασαν. Η Δώρα πήρε από τον πάγκο που υπήρχε εκεί μπύρες και έδωσε και στους άλλους δυο. Η ορχήστρα που αποτελούνταν από νεα παιδιά, μαθητές  του Δημοτικού Ωδείου της πόλης, έπαιζε διάφορα κομμάτια. Μόλις τελείωσε κάποιο από τα κομμάτια ο υπεύθυνος πολιτισμού του Δήμου, πήρε το μικρόφωνο. Είπε δυο-τρία λόγια για την εκδήλωση και στο τέλος βλέποντας τον Αναστάση, είπε:
   -Την εκδήλωση μας, τιμά με την παρουσία του, ο γνωστός άνθρωπος των γραμμάτων και των τεχνών Αναστάσης Δούκας, που από ότι βλέπω εξακολουθεί να βρίσκεται στην πόλη μας μετά την εκδήλωση που έγινε προς τιμήν του πριν λίγες ημέρες στο πνευματικό μας κέντρο.Τον καλώ να μας πει δυο λόγια...
   Η Άννα και η Δώρα, χειροκρότησαν δυνατά, το ίδιο και όλος ο μαζεμένος εκεί κόσμος. Οι δυο  γυναίκες σχεδόν έσπρωξαν τον Αναστάση προς την σκηνή. Εκείνος μη έχοντας άλλη επιλογή, ανέβηκε. Τι να πει δεν ήξερε, έπρεπε να αυτοσχεδιάσει. Είδε ένα από τα παιδιά που έπαιζαν μουσική να κρατάει μια Telecaster. Του την ζήτησε ευγενικά. Το παιδί, του την κρέμασε στο στήθος του.
   -Αφού σας καλησπερίσω, μιας και σήμερα τον λόγο έχει η μουσική, την οποία κατέχω μερικώς, θα σας μιλήσω τραγουδώντας. Θα σας πω δυο Ελληνικές μπαλάντες, τις οποίες αφιερώνω σε όλους εσάς και κυρίως στις δυο κυρίες που σήμερα συνοδεύω, είπε χαμογελώντας.
   Ένα έντονο χειροκρότημα ακούστηκε, ειδικά από τους νέους, που είχαν γεμίσει όλο τον μόλο, ενώ η Δώρα και η Άννα ούρλιαξαν σαν πιτσιρίκες. Ρύθμισε την Telecaster στον φυσικό ήχο και τραγούδησε. Στο τέλος κάθε τραγουδιού, έλαβε πολλά χειροκροτήματα. Μόλις τελείωσε χαιρε΄τησε σεμνά,έδωσε την κιθάρα στο παιδί που του την είχε δανείσει και κατέβηκε.
    Ο υπεύθυνος του Δήμου, τον ευχαρίστησε θερμά. Είχε χάρη σε αυτή την μικρή του έκτακτη συμμετοχή αναβαθμιστεί η γιορτή, ενώ η σκεπτόμενη νέα γενιά της πόλης είχε βρει κάποιον να την εκφράζει. "Κάθε εποχή, ζητά τους δικούς της ανθρώπους", σκέφτηκε...
  Η Άννα και η Δώρα έπεσαν επάνω του και τον φίλησαν με την σειρά. Εκείνος ανοίγοντας τα χέρια του, τις αγκάλιασε, ενώ σκεφτόταν πόσο όμορφες στιγμές πέρνούσε εκείνες τις ημέρες, αλλά και πόσο πονο και μοναξιά του είχε χαρίσει η ζωή μέχρι και τότε.
   Τα παιδιά του Ωδείου συνέχισαν το πρόγραμμα τους κι εκείνοι, αγκαλιασμένοι να τα παρακολουθούν και όταν το πρόγραμμα τελείωσε, ο ουρανός γέμισε με πυροτεχνήματα.Μετά το τέλος  η Άννα έριξε την ιδέα να πάνε όπως μικροί να φάνε γύρους στο 'Μαραμπού", στην μικρή πλατεία πάνω.
   -Υπάρχει ακόμη το "Μαραμπού"; Ρώτησε ο Αναστάσης.
   -Φυσικά, ο κυρ Χριστόφορος είναι εκεί ακόμη και τον βοηθούν και τα παιδιά τους.
   -Ε! Τότε τι καθόμαστε! Πάμε και πεινάω κιόλας...είπε γελώντας ο Αναστάσης.
   Ξεκίνησαν για την μικρή πλατεία, μιλώντας στο δρόμο για τα παιδιά, που έπαιξαν τόσο όμορφα μουσική στην συναυλία, ενώ οι γυναίκες πείραζαν τον Αναστάση , λέγοντας του πως είχε βελτιωθεί πολύ στο παίξιμο της κιθάρας.
   Σε λίγο έφτασαν... Η μικρή πλατεία ήταν στρογγυλή , ανάμεσα σε παραδοσιακά αρχοντικά σπίτια, με μια μικρή βρύση στην μέση, μέσα από την οποία έτρεχε το νερό ενός αρτεσιανού και γύρω - γύρω, παγκάκια από μάρμαρο. Στην δεξιά μεριά ήταν το γυράδικο το "Μαραμπού", που πήγαιναν τα σαββατόβραδα όταν ήταν μικροί, για να ξοδέψουν το χαρτζιλίκι τους τρώγοντας τυλιχτούς λαχταριστούς γύρους, που έφτιαχνε ο κυρ Χριστόφορος, ο οποίος ήταν μια υπέροχη λαική φυσιογνωμία  και που όλα τα παιδιά τα ήξερα απ΄ έξω. Τα πρόσεχε κιόλας και έτσι οι γονείς μπορούσαν να έχουν το κεφάλι τους ήσυχο. Κλασσική φιγούρα ταβερνιάρη, άλλης εποχής, με κοιλίτσα, μεγάλη καρό ποδιά, φαλακρίτσα, μουστάκι και δυο καλοκάγαθα μάτια, να κοιτάζουν όλο τον κόσμο με αγάπη.
   Μόλις έφτασαν τον είδαν από μακριά να κάθετε στην άκρη. Πήγαν και έπιασαν τραπέζι. Το μοναδικό άδειο. Δίπλα τους από την μια μεριά καθόταν δυο ζευγάρια που έτρωγαν και κουβέντιαζαν χαλαρά, και από την άλλη, τα παιδιά τους.
   Κάθισαν, ο ένας γιος του κυρ Χριστόφορου, πήγε και πήρε παραγγελία. Από μέσα ο κυρ Χριστόφορος γνώρισε τις γυναίκες, καθώς έτρωγαν στο μαγαζί του από κοριτσάκια.Έφτασε δίπλα τους, χαιρέτισε τις γυναίκες, τον χαιρέτησαν κι αυτές, Μετά πρόσεξε τον Αναστάση.
   -Αναστάση γύρισες; Είπε...
   -Ναι κυρ Χριστόφορε γύρισα, του απάντησε και σηκώθηκε να τον χαιρετήσει.
   Ο κυρ. Χριστόφορος τον αγκάλιασε.
   -Καλώς ήλθες παιδί μου. Η παρουσία σου εδώ, είναι τιμή για όλους μας, του είπε, ενώ απευθυνόμενος στον γιο του,έδωσε εντολή τα ποτά που θα έπιναν στο τραπέζι από τα παιδιά, να είναι κερασμένα από το κατάστημα.
   Η ώρα κύλησε ήρεμα στο γυράδικο του κυρ Χριστόφορου, με συνοδεία από ήχους παλιών ρεμπέτικων, που ακουγόταν από δυο μικρά ηχεία, που βρισκόταν κρεμασμένα μπροστά στην πόρτα του καταστήματος και από τα παιδιά που έπαιζαν γύρω από την πηγή που έτρεχε συνεχώς κρύο νερό. Αφού φάγανε, ήλθε στο τραπέζι ο κυρ Χριστόφορος, να τους κάνει παρέα.
   -Μια χαρά βλέπω το κρατάτε το μαγαζί και την ποιότητα των εδεσμάτων σας την βρίκω εξαιρετική όπως παλιά, του είπε ο Ανατάσης.
   Ο κυρ Χριστόφορος, αφού κάθισε πιο άνετα στην καρέκλα του και ακούμπησε τα χέρια του επάνω στο τραπέζι, πήρε μια βαθιά αναπνοή και απάντησε στον Αναστάση.
   -Παιδί μου, τώρα είμαστε καλά, αλλά περάσαμε πολύ δύσκολα χρόνια. Το δικό μου κατάστημα άντεξε. Άλλα έκλεισαν. Ας όψεται η κρίση, αλλά κυρίως εκείνος ο Φίλιππος Αγγέλου, που το πέρασμα του από το Δημαρχείο ήταν μια σκέτη καταστροφή...
   Η Δώρα δαγκώθηκε και κοίταξε τον Αναστάση με νόημα. Εκείνος κατάλαβε και κούνησε το κεφάλι.
  -Αναστάση μου αυτός ο τόπος καταστράφηκε και αυτό το κορίτσι εδώ (και έδειξε την Άννα) και ο νυν Δήμαρχος μας, καταφεραν και τον ανέστησαν και τον έκανα πάλι όμορφο, γραφικό και χαρούμενο. Θα είδες πόσο όμορφη και καθαρή είναι η πόλη, είπε μιλώντας με στόμφο κο κυρ Χριστόφορος.
 Εκείνη την ώρα, ένα από τα μικρά παιδάκια, που έπαιζαν έπεσε κάτω και έκλαιγε. Η Άννα, ο κυρ Χριστόφορος και η μητέρα του παιδιού, έτρεξαν να του δώσουν τις πρώτες βοήθειες. Στο τραπέζι έμειναν μόνο η Δώρα και ο Αναστάσης.
   -Τι συνέβει; Για ποιο πράγμα μιλούσε ο κυρ.Χριστόφορος;
   -Α! Δεν τα ξέρεις Αναστάση. Εδώ έγιναν πράγματα και θάματα τα προηγούμενα χρόνια...Ο Φίλιππος Αγγέλου κάποια στιγμή κατέβηκε στην πολιτική σαν υποψήφιος δήμαρχος. Ο τότε δήμαρχος ο κυρ. Ανδρόνικος Παύλου, ήταν πλέον κάποιας ηλικίας. Είχε κάνει μεν ένα πολύ σημαντικό έργο, αλλά δεν είχε πια δυνάμεις να ανταπεξέλθει στην ρητορική του Φίλιππου, προστατεύοντας το. Και ο Φίλιππος έταζε απίθανα πράγματα και σε όλα απαντούσε με κραυγές, αλλά κραυγές μελετημένες, γιατί το ξέρεις Αναστάση, ο λαός παρασύρεται εύκολα. Κι έτσι ο Φίλιππος Αγγέλου έγινε με τρόπο θριαμβευτικό δήμαρχος της πόλης. Με το που πάτησε το πόδι του στο δημαρχείο, τα άλλαξε όλα. Μαζί με μια κοκορόμυαλη, αλλά καλλονή που είχε για σύμβουλο, κατάργησαν σε μια βραδιά όλες τις δημοτικές επιχειρήσεις και παρέδωσαν τις εκμεταλλεύσεις σε ξένη πολυεθνική εταιρία, η οποία αμέσως άλλαξε τους όρους των εργασιών. Οι ξένοι έδιωξαν υπαλλήλους, στους άλλους μείωσαν τις αποδοχές, κατάργησαν τους τοπικούς προμηθευτές και έπαιρναν για τις επιχειρήσεις τρόφιμα και είδη συντήρησης από τις χώρες τους με αμφίβολη ποιότητα και όχι βέβαια απαραίτητα πιο φθηνά, ενώ από επενδύσεις δεν έκαναν τίποτε. Μόνο στην αρχή μια δυο γιορτές για να δείξουν απλά πως υπάρχουν. Μετά με την δικαιολογία της μη παραγωγικότητας, έκλειναν μια - μια τις επιχειρήσεις. Οι άνθρωποι ήθελαν μόνο κέρδη, χωρίς να βάλουν δικά τους χρήματα...Με τα πολλά, στο τέλος έκλεισαν και τα λουτρά... Όπως καταλαβαίνεις, κλείνοντας τα λουτρά, η ανεργία στην πόλη, έγινε ένα καθεστώς που την έπνιξε, γιατί όλη της η οικονομία παραδοσιακά ήταν και είναι συνδεδεμένη με αυτά τα λουτρά.Καταστήματα έκλεισαν, οικογένειες διαλύθηκαν, φιλίες τερματίστηκαν... Τον τελευταίο του χρόνο στην πόλη, ο Φίλιππος κυκλοφορούσε μόνο με συνοδεία μπράβων. Ειπώθηκαν πολλά για τις κάτω από το τραπέζι σχέσεις του με τους ξένους της πολυεθνικής. Στις τελευταίες εκλογές δεν κατέβηκε υποψήφιος. Ο νέος δήμαρχος, με την βοήθεια της Άννας έδωσαν μεγάλες μάχες για να κρατήσουν στην ιδιοκτησία του δήμου τα λουτρά και τις εκμεταλεύσεις του και μετά για να τις αναστήσουν. Λεφτά δεν υπήρχαν για να τις ξαναφτιάξει πάλι ο δήμος με δικές του επιχειρήσεις, ούτε το πολιτικό καθεστώς της χώρας βοηθά πια τέτοια εγχειρήματα, όσο τίμια και αν είναι, έτσι αποφάσισαν να μοιράσουν τις εκμεταλεύσεις σε νέους επιχειρηματίες από την περιοχή, με χαμηλά ενοίκια, ώστε και αυτοί να αντέξουν τις οικονομικές πιέσεις της εποχής μας και να αναπτύξουν τις επιχειρήσεις τους, αλλά και να βγάλει κάτι και ο δήμος. Βάλανε δε και όρους, που δεσμεύουν τους επιχειρηματίες να διατηρούν στα μαγαζιά που έκαμαν την παραδοσιακή αρχιτεκτονική της λουτρόπολης. Έτσι τα λουτρά λειτούργησαν ξανά, οι επισκέπτες άρχισαν να γυρίζουν και ο κόσμος να έχει δουλειές. Αυτή είναι η ιστορία αυτής εδώ της πόλης τα χρόνια που απουσίαζες. Όσο για τον Φίλιππο, δεν πήγε χαμένος τελικά, καθώς οι πολυεθνικοί κάπου κατάφεραν να τον βολέψουν. Και βέβαια όσοι ζούσαν την εποχή της δικής σας διαμάχης, σε βλέπουν πια ,με σεβασμό και συμπάθεια, αφού τον γνώρισαν καλά...
   Ο Αναστάσης άκουγε με προσοχή τα λόγια της Δώρας, μαθαίνοντας πράγματα που δεν ήξερε, με κάποια ομολογουμένως έκπληξη.
   -Δώρα μου, είχε χαθεί το μέτρο σε αυτή την πόλη. Όταν το μέτρο μαζί με την λογική γύρισε πίσω, έφερε μαζί του και το χαμόγελο. Και το μέτρο και η λογική, πρέπει να μείνουν και να γίνουν κανόνας για όσους διοικούν. Όσο για μένα, είμαι εδώ για να δημιουργήσω και για να προσφέρω. Δεν γύρισα σαν εκδικητής, ούτε σαν τιμωρός. Το μυθιστόρημα "Ο κόμης Μόντε Κρίστο", δεν μου άρεσε ποτέ. Την τιμωρία σε αυτούς που πρέπει, την δίνει ο χρόνος. Το μίσος δεν έχει νόημα, γιατί το μόνο που κάνει είναι να μας βαρύνει τις ψυχές και να μας τρώει πολύτιμο χρόνο δημιουργίας, απάντησε ο Αναστάσης.
   Η Δώρα του έπιασε το χέρι...
   -Μιλάς τόσο σοφά...του είπε.
   Εκείνη την ώρα έφτασε στο τραπέζι η Άννα.
   -Τι λέτε; Ρώτησε.
  -Για τα κατορθώματα του Αγγέλου, απάντησε η Δώρα.
   Η Άννα παίρνοντας μια πολύ σοβαρή έκφραση στο  πρόσωπο της, κούνησε το κεφάλι της με νόημα.
   Η πλατειούλα πια είχε σχεδόν αδειάσει, η παρέα των τριών, αφού χαιρέτησε και ευχαρίστησε τον κυρ. Χριστόφορο, πήρε τον δρόμο της επιστροφής. Χωρίς να το καταλάβει ο Αναστάσης κρατούσε με το ένα χέρι του το χέρι τηςΆννας  και με το άλλο του χέρι το χέρι της Δώρας. Σε λίγη ώρα αποχαιρέτησαν την Δώρα και τράβηξαν για το σπίτι τους, ενώ η Δώρα, συνέχισε τον μοναχικό της δρόμο προς το δικό της.
   Η μητέρα της Δώρας, την περίμενε στην βεράντα του σπιτιού τους. Η θάλασσα απέναντι ήτανε λάδι και τα αστέρια από πάνω προσπαθούσαν να δημιουργήσουν μεσα της φωτεινές εξαιρέσεις στο κυρίαρχο της μαύρο. Η Δώρα χαιρέτησε την μητέρα της κι εκείνη της είπε πως την Κυριακή το πρωί μετά την εκκλησία στον αναψυκτήριο των λουτρών, τις είχε καλεσμένες για καφέ ο καθηγητής της ο κύριος Ανδρουτσόπουλος. Είχε πει δέ πως η πρόσκληση είναι και για την Άννα και τον Αναστάση, που έπρεπε να τους ειδοποιήσουν το πρωί. Η Δώρα χάρηκε πάρα πολύ. Είχε πάρα πολύ καιρό να δει τον αγαπημένο της καθηγητή. Μετά μπήκε στο δωμάτιο της, άλλαξε ρούχα και κάθισε στην κουνιστή της πολυθρόνα, ταξιδεύοντας στο παρελθόν. Την εποχή που ήταν μαθήτρια. Ήταν κορίτσι του σπιτιού και του διαβάσματος. Παρότι ήταν εμφανίσιμη και τραβούσε αμέσως πάνω της τα μάτια των αρσενικών, ποτέ δεν δόθηκε σε κάποια σχέση. Είχε κάποια περαστικά φλερτ, μα τίποτα το ουσιαστικό, παρά μονάχα ένας πόνος, ένα σημάδι που πάντα προσπαθούσε να το σβήσει από το μυαλό της. Πάντα ονειρευόταν πλάθοντας με την φαντασία της τον άνδρα, στον οποίο ήθελε να αφοσιωθεί. Για την Δώρα ο έρωτας ήταν θαυμασμός και αφοσίωση και με το πέρασμα του χρόνου, ο άνδρας της φαντασιάς της έμοιαζε όλο και πιο πολύ με τον Αναστάση... Η μνήμη της είχε γυρίσει πίσω και θυμόταν τα λόγια του κύριου Ανδρουτσόπουλου για τον Αναστάση και την πρόβλεψη που έκαμε για την πορεία που εκείνος θα ακολουθούσε. Μετά ο κύριος Στέφανος είχε αναλάβει την δική της τάξη και την είχε βοηθήσει πολύ να γίνει ότι τελικά έγινε και την επόμενη ημέρα, θα το έβλεπε και πάλι μετά από καιρό. Ναι, ήτα χαρούμενη.
   Το τηλέφωνο στο σπίτι της Άννας και του Αναστάση χτύπησε, μόλις εκείνοι είχαν μπει μέσα. Ήταν η κυρία Όλγα. Τους ενημέρωσε για την πρόσκληση του κυρίου Στέφανου. Η Άννα χαρούμενη απάντησε θετικά. Και εκείνος χάρηκε πολύ, βλέποντας πως έβρισκε αρκετούς ανθρώπους που του έδειχναν κατά την επιστροφή του, την συμπαθεια τους. Μετά την αγκάλιασε. Μια κουκουβάγια φτερούγισε με κατεύθυνση το δασάκι που ήταν πίσω από την πόλη, ενώ από την ακτή ακούγνταν ο ήχος από ένα ταχύπλοο . Ξάπλωσαν...σε λίγο είχανε κοιμηθεί...
....
   Η πόρτα άνοιξε και οι ακτίνες του ήλιου, φώτισαν το σπίτι. Η κυρία Όλγα μόλις είχε γυρίσει από την εκκλησία. Η Δώρα είχε ξυπνήσει διάβαζε μια εφημερίδα και έπινε κρύο τσάι. Η μητέρα της της έδωσε ένα ψωμάκι.
   -Πάρε το κούκλα μου, είναι από την αρτοκλασία, της είπε.
  Η Δώρα χαμογέλασε το πήρε και το μασούλησε σχεδόν λαίμαργα .
   -Σε λίγο πρέπει να πάμε στο καφέ των λουτρών, πρέπει να ετοιμαστείς κόρη μου, είπε η κυρία Όλγα.
   -Ναι, ναι...είπε εκείνη χαμηλόφωνα
   Πήγε στο δωμάτιο της και φόρεσε ένα μακρύ μπορντό καλοκαιρινό φόρεμα και δερμάτινα σανδάλια. Τα ξανθά της μαλλιά, έτσι όπως έπεφταν στους ώμους της, αναδείκνυαν την φυσική της ομορφιά. Πήρε και μια μικρή τσάντα μαζί της και βγήκε από το δωμάτιο. Εκεί την περίμενε η μητέρα της και μαζί βγήκαν από το σπίτι κατευθυνόμενες προς τα λουτρά.
   Εκείνο το πρωί πρώτη ξύπνησε η Άννα. Είχε γεμίσει το τραπέζι της κουζίνας με τα εδέσματα του πρωινού, ενώ τα ποτήρια, τα είχε γεμίσει με γάλα και χυμό πορτοκαλιού. Σε λίγο ξύπνησε και ο Αναστάσης, της έδωσε ένα φιλί. Κατευθύνθηκε προς το μπάνιο. Ανανεώθηκε, ξυρίστηκε και επέστρεψε στο τραπέζι του πρωινού. Η Άννα δεν μιλούσε, απλά τον παρατηρούσε με ένα βλέμμα προστατευτικό. Θα το έλεγε κανείς και μητρικό. Εκείνος το κατάλαβε και αφού σηκώθηκε, πήγε πίσω της και την αγκάλιασε και μιλώντας της τρυφερά στο αυτί, της είπε:
   -Θαρρώ πως τούτη η σιωπή είναι έρωτας.
   Εκείνη γύρισε, τον φίλησε,την αγκάλιασε...Ο έρωτας ήτανε πλέον γεγονός...
   Αφού οι αναπνοές τους επανήλθαν στον κανονικό τους ρυθμό, ετοιμάστηκαν για να πάνε στην συνάντηση των λουτρών. Ο Αναστάσης φόρεσε σπορ ρούχα και η Άννα ένα μπλε φόρεμα. Δεν πέρασε πολύ ώρα και είχαν φτάσει στα λουτρά. Εκεί τους περίμεναν η Δώρα, η μητέρα της και ο κύριος Ανδρουτσόπουλος.
   Ο γνωστός κύριος Στέφανος. Γκριζομάλλης, ευθυτενής με πολύ περιποιημένο γκρίζο επίσης μούσι. Ο διανοούμενος φιλόλογος και μεταφραστής Γάλλων λογοτεχνών. Μόλις συναντήθηκαν χαιρέτησε την Άννα πρώτα με χειροφίλημα. Μετά κοιτάχτηκαν λίγο με τον Αναστάση και τελικά έπεσε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου.
   -Η μια γενιά δίνει την σκυτάλη στην άλλη, σχολίασε η Δώρα στην μητέρα της χαμηλόφωνα.
   -Πράγματι, ένας αξιος εκπρόσωπος μιας γενιάς και ένας ακόμη πιο άξιος μιας επόμενης, απάντησε η κυρία Όλγα, επίσης χαμηλόφωνα.
   -Καλώς σας βρίσκω παιδιά μου! Είπε ο κύριος Στέφανος.
   -Στέφανε σε βλέπω να είσαι λεβεντιά! Του είπε γελώντας ο Αναστάσης.
   -Πρόσπαθώ, μα από τότε που πέθανε η γυναίκα μου, τίποτε δεν είναι όπως πριν, αλλά δεν το βάζω κάτω, απάντησε ο Στέφανος.
   -Ποτέ δεν πρέπει να σταματάμε τις προσπάθειες, ανταπάντησε ο Αναστάσης.
   -Παιδί μου, να πω για σένα τώρα... Είχα προβλέψει την πρόοδο σου, αλλά εσύ ξεπέρασες τις προβλέψεις μου.Αλλά και τούτες εδό (και έδειξε την Άννα και την Δώρα), δεν πήγανε πίσω. Όλγα μου, μάρτυς μου ο Θεός, αυτά τα τρία παιδιά υπήρξαν οι τρεις πιο καλοί μαθητές του είχα ποτέ. Το κάθε παιδί με τον τρόπο του βέβαια, αλλά τούτη είναι η αλήθεια.
   Όλοι γέλασαν και η κυρία Όλγα, είπε:
   -Και να που κάποιοι συνωμότησαν και οι τρεις τους είναι μαζί σου, στο ίδιο τραπέζι σήμερα.
   Ο Στέφανος γέλασε
   -Όλγα δεν θέλω να ακούω για συνωμοσίες. Τα μόνα πράγματα που υπάρχουν είναι οι ικανότητας και ικανοί άνθρωποι όταν συνασπίζονται, δημιουργούν θαύματα...
   Ο Αναστάσης γέλασε και είπε:
   -Ίσως είναι και το άλλο, πως οι άνθρωποι τέτοιων ικανοτήτων, μόνο με ομοίους τους, μπορούν να επικοινωνούν.
   -Μπορεί να είναι κι έτσι, είπε ο Στέφανος.
   -Στέφανε παραμένεις πάντα στην αριστερά της κουλτούρας, όπως μας έλεγες τότε; Ρώτησε ο Αναστάσης.
   Ο ενικός μεταξύ τους, ήτανε δεδομένος, μιας και ήταν τόσο κοντά από παλιά. Ο κύριος Στέφνος χαμογέλασε!
   -Πάντοτε Αναστάση μου. Αριστερά χωρίς κουλτούρα και μόρφωση, δεν μπορεί να υπάρξει ποτέ. Εσύ παιδί μου μέσα από τις συστηματικές σου αναζητήσεις, σε τι συμπεράσματα έχεις φτάσει πάνω σε αυτό το θέμα; Ρώτησε...
   -Εγώ αγαπητέ μου δάσκαλε αυτό που λέγεται αριστερά στα προιόντα που κατά καιρούς σερβίρουν οι κομματικές παρατάξεις, δεν το βρήκα. Και έτσι αποφάσισα να κατασκευάσω μια δική μου πραγματική αριστερά, που μέσα της δεν έχει μόνο τον Μαρξ, αλλά και την φιλοσοφία των λόγων του Ιησού και τα συμπεράσματα από τα κείμενα των αρχαίων κλασσικών. Χτίζω λοιπών την δική μου αριστερά και κλείνομαι μέσα της. Νομίζω πως έχω εκφραστεί σε πολλά μου κείμενα για αυτά μου τα πιστεύω. Και βέβαια για να κατακτηθεί η έννοια της πραγματικής αριστεράς και να γίνει κτίμα των ανθρώπων, χρειάζεται πρώτα να υπάρξει παιδεία, μόρφωση και αποτίναξη όλων των βάρβαρων ενστίκτων που μπορεί να έχει μέσα του ένας άνθρωπος.
   Ο κύριος Στέφανος χαμογέλασε.
   -Μα φυσικά έχω διαβάσει τα κείμενα σου και καμαρώνω που σε είχα μαθητή.\
   -Έμαθα χθες από μια συζήτηση που είχα με την Δώρα και τον κυρ Χριστόφορο με τους γύρους, πως σε αυτή την πόλη έγινε ένα βήμα προς την βελτίωση της κοινωνίας που θέλουμε να ζούμε. Και αυτό είναι κάτι που πρέπει να αναδειχτεί, είπε ο Αναστάσης.
   -Παιδί μου αυτός ο τόπος πέθανε και μετά αναστήθηκε, βλέπεις πάντοτε μια ανάσταση προυποθέτει την ύπαρξη ενός θανάτου. Μπορεί αυτό να ισχύει και για την αριστερά, είπε ο Στέφανος...
   Τα τζιτζίκια τραγουδούσαν επάνω στα δέντρα του άλσους των λουτρών, ενω ο ήχος  από το μικρό συντριβάνι, συνόδευε την κουβέντα σαν ένα μουσικό χαλί.
   -Άννα μου, εσύ τέλος από την πολιτική; Γιατί; Ρώτησε ο κύριος Στέφανος.
   -Κύριε Στέφανε είπα να σταματήσω. Κουράστηκα...Ειδικά οι μάχες που έδωσα για να σωθεί η περιουσία της πόλης μας και όσα είδα και έζησα, με εξάντλησαν. Αποφάσισα να σταματήσω και να βρω άλλους τρόπους για να βοηθώ τον κόσμο.
   Ο Στέφανος κούνησε το κεφάλι του, δείχνοντας πως κατανόησε τις αιτίες αυτής της αποχώρησης.
   Ο Αναστάσης έβγαλε από την τσάντα του και χάρισε στον Στέφανο ένα αντίτυπο του τελευταίου του βιβλίου. Εκείνος χάρηκε πολύ και το υποσχέθηκε να το διαβάσει σύντομα και να του πεί την γνώμη του.
   Το μεσημέρι σιγά - σιγά έφτανε. Ο Αναστάσης  πρότεινε να κάνουν το τραπέζι στον κύριο Στέφανο. Εκείνος ευγενικά αρνήθηκε, καθώς τον περίμενε η κόρη του. Μετά στράφηκε προς την Δώρα.
   -Εσύ καλό κορίτσι, πως τα πας με το φροντιστήριο; Ρώτησε...
   -Ευχαριστώ, πολύ καλά. Έχω μαθητές φρόνημα και μελετηρά παιδιά αυτή την στιγμή. Στο μέλλον τι θα μου έρθουν, δεν ξέρω. Αλλά τώρα είναι καλά. Ίσως βοηθά και η κρίση σε αυτό. Τώρα οι πειρασμοί είναι λιγότεροι και τα παιδιά διαβάζουν πιο πολύ, απάντησε... -Να και κάτι χρήσιμο, που προκύπτει από την κρίση... Αρχίζουν να διαβάζουν και πάλι οι άνθρωποι. Από μια απλή εφημερίδα, μέχρι  πολύ πιο δύσκολα πράγματα, είπε ο Στέφανος. -Σας έχω πει, πως μόνο με την μόρφωση και την αυτοβελτίωση, θα πάμε μπροστά, είπε ο Αναστάσης. Η Άννα ασυναίσθητα, του χάιδευε το χέρι. Δεν είχε πολύ όρεξη για κουβέντα. Το μυαλό της ήταν συγκεντρωμένο στις δικές της ανάγκες και αναζητήσεις. Ήθελε να έχει δίπλα της ανθρώπους. Από μικρή την είχε νοιώσει αυτή την έλλειψη. Οι γονείς της ήταν το πρότυπο του αυταρχισμού και ο αδελφός της για κείνη, ένα πρόσωπο διάφορο, φευγάτο. Είχε τον δει πάνω από πέντε χρόνια, όταν είχε έλθει από το Λονδίνο για λίγες μέρες στην Αθήνα.Και πάλι, για το προσωπικό του συμφέρον είχε βρεθεί εκεί. Άνθρωπος ψυχρός και υπολογιστής των πάντων, όμοιος με τους γονείς της. Πολλές φορές είχε περάσει από το μυαλό της, πως ήταν υιοθετημένη και γιαυτό της συμπεριφερόταν με αυτό τον τρόπο. Όσο ζούσαν οι γονείς της, ένοιωθε σαν να βρισκόταν σε μια ψυχολογική μέγγενη, που την έσφιγγε όλο και πιο πολύ. Ζήλευε τον Αναστάση και την Δώρα, που παρότι  οι οικογένειες τους ήταν πολύ πιο φτωχές από την δική της, τους έδιναν μόνο αγάπη. Από τους δυο μόνιμα ερωτευμένου γονείς του ο Αναστάσης, από την γλυκιά μητέρα της η Δώρα. Έτσι νοητά είχε δώσει τα χέρια της και στους δυο για να λάβει μετάγγιση της αγάπης που τόσο πολύ είχε ανάγκη. Και αυτή την άγια εβδομάδα, που τους είχε όλους γύρω της  ένοιωθε για πρώτη φορά γεμάτη από αγάπη. Αγάπη που δεν της δόθηκε παιδί, αγάπη που τώρα ήθελε κι εκείνη να προσφέρει. Να την προσφέρει σε ένα άλλο παιδί, ένα παιδί δικό της. -Ωράια τα είπαμε, καιρός να ανανεώσουμε το ραντεβού μας. Η κόρη μου θα με περιμένει με το φαγητό έτοιμο. Θα διαβάσω το βιβλίο σου παιδί μου και θα σου τηλεφωνήσω, για να ξαναμιλήσουμε, είπε ο κύριος Στέφανος, κοιτάζοντας πιο πολύ τον Αναστάση. Σε λίγο η ομάδα είχε διαλυθεί και κατά ζεύγη τραβούσαν τους δρόμους προς τα σπίτια τους. Η ζέστη είχε  αρχίσει να γίνεται ενοχλητική. Οι άνθρωποι, που γύριζαν από την παραλία, ανέδυαν οσμές αντηλιακών. Ο Αναστάσης στράφηκε προς την Άννα. -Το απόγευμα θα μείνω στο σπίτι για να γράψω.Θα καθίσω στο μπαλκόνι. Να βάλουμε το τραπεζάκι και τις σπαστές πολυθρόνες...Μου πρότειναν η Δώρα και η κυρία Όλγα να πάω να γράφω στην βεράντα του σπιτιού τους, που έχει θέα προς την θάλασσα, αλλά τις είπα πως θα το κάνω μια άλλη φορά. Είμαι κάπως κουρασμένος και έχω ταξίδι αύριο. Η Άννα χαμογέλασε και με μια κίνηση αγάπης πέρασε το χέρι της πάνω από το κεφάλι του και του χάιδεψε τα μαλλιά, σαν να χάιδευε κάποιο παιδάκι. Με μιας διαπίστωσε πως για εκείνη πια ο Αναστάσης ήταν και παιδί και αδελφός και εραστής, ίσως και ο διαφορετικός πατέρας από τον πραγματικό της, αυτός που είχε ανάγκη και δεν γνώρισε ποτέ. Κάτω από τα μαύρα της γυαλιά, έτρεξαν δάκρυα. Δαγκώθηκε, για να μην καταλάβει ο Αναστάσης  τον λυγμό, που πήγαινε να της ξεφύγει. (Πως γίνεται και στις στιγμές μεγάλης χαράς να κλαίμε, μόνο το συναίσθημα που λέγεται συγκίνηση το ξέρει. Και ζούμε σε μια χώρα που λατρεύει τις συγκινήσεις. Δεν είναι τυχαίο πως στην Ελλάδα, στους παραδοσιακούς γάμους, τραγουδούν και μοιρολόγια.)
   Έφτασαν στο σπίτι τους, ανέβηκαν επάνω. Από τον άλλο δρόμο η Δώρα και η μητέρα της πηγαίναν στο δικό τους σπίτι. Δυο μαθήτριες της Δώρας με κιθάρες περασμένες στου ώμους τους, την χαιρέτησαν. Η Δώρα τις ρώτησε που πηγαίναν και τα κορίτσια της απάντησαν πως μόλις είχαν τελειώσει μια πρόβα και πήγαιναν στα σπίτια τους. Η Δωρα, χαμογέλασε. Πρόσπέρασαν με την μητέρα της.Ήταν ήδη έξω από το σπίτι τους. Μπήκαν μέσα... -Μαμά δεν έχω όρεξη για φαγητό, θα πάω να ξαπλώσω, είπε η Δώρα. -Όπως θέλεις κόρη μου, μα αν πεινάσεις, να ξέρεις πως στο ψυγείο ο μουσακάς σε περιμένει, της απάντησε η μητέρα του. Η Δώρα της χαμογέλασε. Μπήκε στο δωμάτιο της, γδύθηκε σιγά - σιγά. Έμεινε να φοράει μόνο τα μοντέρνα της εσώρουχα. Κοίταξε τον εαυτό της στον καθρέφτη. Ένοιωσε απροστάτευτη, ένοιωσε να φεύγει...Μέσα στο καθρέφτη έβλεπε πίσω της τον Αναστάση, σε διάφορα στιγμιότυπα. Πότε τον έβλεπε να παίζει μουσική, πότε να μιλάει για φιλοσοφία, πότε να παίζε με μικρά παιδιά. Μετά έβλεπε την Άννα, πότε να εξετάζει στο ιατρείο της μωράκια, πότε μα μιλά σε προεκλογική συγκέντρωση και πότε να κάθεται μελαγχολική σε ένα έρημο παγκάκι. Και εμπρός τους εκείνη μόνο και ανυπεράσπιστη,  να θέλει να τους χαρίσει την ψυχή της. Έβγαλε και τα εσώρουχα της. Κοίταξε το σώμα της, ψηλάφισε τα παιδικά της στήθη, χάιδεψε την κοιλιά της. Δεν θα γινόταν λέει ποτέ μητέρα, της το είχανε πει... Εκείνη η όμορφη λεπτή κοιλιά, δεν θα φούσκωνε ποτέ της. Ήταν η έλλειψη που ο Θεός της χάρισε, για να της δείξει πως σε όλα υπάρχει μέτρο. Και στην τελειότητα και στην ευτυχία. Μετά χαμογέλασε. Είδε πίσω της χιλιάδες παιδιά. Ναι! Είχε την απάντηση και αυτή ήταν η λέξη παιδιά. Όλα τα παιδιά του κόσμου.Η αγάπη για όλα τα παιδιά του κόσμου. Έκλεισε τα μάτια, χαμογελούσε. Χάιδευε όλο της το κορμί και ένοιωθε πως πάνω της ανάπνεαν ο Αναστάσης και η Άννα. Αγάπη ! Τελικά η υπέρβαση στο κακό, λέγεται αγάπη! Ξάπλωσε, η ηδονή την είχε κυριέψει, όχι στο σώμα, αλλά στην ψυχή... Το απόγευμα είχε φτάσει